ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Παιχνίδι και παιδί ~ Δύο έννοιες αλληλένδετες και συμπορευόμενες στο χρόνο

παιχνίδι-και-παιδί-δύο-έννοιες-αλληλέ-49319

Της Ελενας Χ. Στανιού, Δρ Παιδικής Λογοτεχνίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νηπιαγωγού – Συγγραφέως

«Το παιχνίδι είναι αρχαιότερο και από τον πολιτισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Johan Huizinga, στη μελέτη του «Ο άνθρωπος και το παιχνίδι». Κι αυτό, γιατί ο πολιτισμός προϋποθέτει πάντα την ανθρώπινη κοινωνία. Ετσι, τα ζώα δεν περίμεναν να έλθει ο άνθρωπος για να τα μάθει να παίζουν. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς κουτάβια ή μικρά γατάκια για να καταλάβει την έμφυτη τάση προς το παιχνίδι.

Σύμφωνα πάντα με τον Huizinga, το παιχνίδι είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό φυσιολογικό φαινόμενο ή μία απλή ψυχολογική αντίδραση. Πηγαίνει πέρα από τα όρια της καθαρά φυσικής ή βιολογικής δραστηριότητας. Είναι μία σημαίνουσα λειτουργία, δηλαδή υπάρχει κάποιο νόημα σ’ αυτή. Κάθε παιχνίδι σημαίνει κάτι, έχει μία συγκεκριμένη λειτουργία. Αποτελεί το ίδιο μία σημαντική λειτουργία της ζωής, μία πανανθρώπινη ανάγκη για έκφραση, χωρίς όμως συνειδητό πρακτικό σκοπό και δεν επιδέχεται ακριβή ορισμό από λογική, βιολογική ή αισθητική άποψη.

Η έννοια του παιχνιδιού πρέπει να διακρίνεται πάντα από τις άλλες μορφές σκέψης, με τις οποίες εκφράζει ο άνθρωπος τη δομή του ψυχοδιανοητικού και κοινωνικού πλαισίου της ζωής.

Ετσι, τα βασικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού συγκεντρώνονται στις έννοιες:

  • της ελευθερίας και του αυθορμητισμού
  • της φαντασίας
  • της ανιδιοτέλειας
  • της έντασης
  • της επανάληψης
  • της έλλειψης συγκεκριμένης χρονικής στιγμής και συγκεκριμένου χώρου· συνυφασμένες όλες με την έννοια της αρμονίας, της ισορροπίας, της τάξης και των κανόνων.

Με το παιχνίδι ο άνθρωπος και ιδιαίτερα το παιδί νιώθει να χαλαρώνει, να εκτονώνεται, να ασκείται σε διάφορες δράσεις, να αποφορτίζεται από υπερεκχειλίζουσα ζωτική ενέργεια, ακόμη και να εξασκείται στην αυτοσυγκράτηση διαφόρων εσωτερικών παρορμήσεων.

Η παιχνιδιακή δραστηριότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευχαρίστηση, την ψυχαγωγία, την εσωτερική κινητήρια δύναμη, την έμφυτη ανάγκη για έκφραση προσωπικών και νοητικών δεδομένων.

Η παιδαγωγός και συγγραφέας Πέπη Δαράκη υποστηρίζει πως μέσα από το παιχνίδι το παιδί, ιδιαίτερα της προσχολικής ηλικίας, μπορεί να οδηγηθεί σταδιακά στην αυτογνωσία και την εκτίμηση τόσο των προσωπικών δυνατοτήτων όσο και των δυνατοτήτων των άλλων. Γιατί αποκτά σταδιακά την ικανότητα να κρίνει και να εκτιμά τις δυνάμεις και τις κινήσεις των συμπαικτών του, αλλά και να ασκείται στο να αναλαμβάνει το ίδιο πρωτοβουλίες και να αποκτά εμπειρίες από την έκβασή τους. Μέσα από ψυχικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις, όπως η αγωνία, ο φόβος, η αισιοδοξία, η απογοήτευση, η χαρά, η λύπη αναπτύσσει έννοιες και αξίες, όπως η ελεύθερη βούληση, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η πειθαρχία, η συνεργασία, η τίμια συναλλαγή, η αλληλεγγύη, η κοινωνικοποίηση. Όλες αυτές οι αξίες και αρετές θα το βοηθήσουν να διαμορφώσει μια αξιόλογη και σωστά αναπτυσσόμενη προσωπικότητα.

Για τους λόγους αυτούς, πολλοί θεωρητικοί και ψυχολόγοι συμφωνούν με την άποψη ότι το παιχνίδι, εκτός από την ευχαρίστηση που προσφέρει, έχει και θεραπευτικές ιδιότητες και βοηθάει τα παιδιά να ξεπεράσουν τυχόν δυσκολίες ή ψυχικές διαταραχές που ίσως να αντιμετωπίζουν.

Την ανάγκη του παιδιού για παιχνίδι τη γνωρίζει και τη χρησιμοποιεί η προσχολική εκπαίδευση, καθώς στηρίζει όλη τη διαδικασία μάθησης στο νηπιαγωγείο σ’ αυτό. Η μετάδοση γνώσεων, δεξιοτήτων, εμπειριών γίνεται με παιγνιώδη μορφή, ενώ ακόμη και η διαμόρφωση του χώρου σέβεται την εσωτερική αυτή ανάγκη του παιδιού και το οδηγεί στην υιοθέτηση σωστών συμπεριφορών. Στον ψυχισμό του παιδιού προσχολικής ηλικίας συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές μέσω του παιχνιδιού. Και αυτές οι αλλαγές προετοιμάζουν το έδαφος για τη μετάβαση σε ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, στο παιχνίδι το παιδί αυξάνει τις απαιτήσεις από τον εαυτό του και μεταφέρεται, έτσι, στη ζώνη της εγγύτερης ανάπτυξης, η οποία εκπληρώνεται μέσα από τη συνεργασία με τους συμμαθητές και την καθοδήγηση των εκπαιδευτικών.

Μπορεί, ωστόσο, να θεωρείται κλασικό παράδειγμα αττικής σύνταξης η γνωστή αρχαιοελληνική φράση «Τα παιδία παίζει», ωστόσο δεν θεωρούσαν πάντα το παιχνίδι αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής ζωής κι αυτό γιατί δεν είχε αναγνωριστεί η παιδική ηλικία ως η πραγματικότητα των παιδιών. Μόλις τον δέκατο ένατο αιώνα στη Βρετανία, η νομοθεσία που καθιερώθηκε για να προστατεύσει το παιδί από τις σκληρότερες πραγματικότητες της βιομηχανικής ζωής, έθεσε τυπικά τέλος στη συμμετοχή του παιδιού σε εργασιακές δραστηριότητες ενηλίκων και ενθάρρυνε την ήδη αναπτυσσόμενη αποκλειστικότητα του κόσμου του παιδικού παιχνιδιού, σύμφωνα με τον Plumb. Το παιχνίδι, έκτοτε, άρχισε να θεωρείται ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας, ως τελεσίδικη περιγραφή της σφαίρας της κοινωνικής δράσης του παιδιού και, έτσι, έγινε αναπόσπαστο μέρος του συγκεκριμένου δομικού σχήματος που έλαβε από τότε η παιδική ηλικία. Με τον τρόπο αυτό οικοδομήθηκε σταδιακά η ουσία και ο χαρακτήρας του παιχνιδιού. Μεγάλοι παιδαγωγοί, όπως οι Froebel, Huizinga και Rubin υποστηρίζουν πως το παιχνίδι μπορεί να είναι οικειοθελές, αυθόρμητο και αυτεξούσιο, αλλά και μία υποκειμενική αντανάκλαση της πραγματικότητας (Leontiev), κατά την οποία το παιδί αναπαράγει παρατηρήσεις και εμπειρίες με τον δικό του τρόπο. Αναπτύσσεται, έτσι, και η επικοινωνιακή πλευρά του παιχνιδιού, καθώς το παιδί δημιουργεί σχέσεις, εκφράζεται και μαθαίνει να αλληλεπιδρά και να συνεννοείται.

Βέβαια, όταν μιλάμε για παιχνίδι, δεν αναφερόμαστε μόνο στο παιχνίδι μεταξύ συνομηλίκων στο χώρο του σχολείου, αλλά σε οποιοδήποτε χώρο βρίσκεται ένα παιδί, καθώς «το παιχνίδι είναι η δουλειά των παιδιών», όπως είπε κάποτε η μεγάλη παιδαγωγός Maria Montessori. Και οι χώροι αυτοί μπορεί να είναι οι παιδότοποι, οι παιδικές χαρές, τα πάρκα, τα σπίτια των φίλων, το ίδιο το σπίτι του παιδιού και η οικογένειά του. Στους εξωτερικούς χώρους το παιχνίδι, μέσα από τον κοινωνικοποιητικό χαρακτήρα και ρόλο του, δημιουργεί σχέσεις, επιλύει συγκρούσεις, δίνει λύσεις. Μέσα στο σπίτι, τα παιδιά παίζουν με τα αδέρφια τους, τους γονείς, τους παππούδες. Άλλωστε, είναι γνωστό πως η οικογένεια αποτελεί μια δυναμική ενότητα από αλληλεξαρτώμενα μέλη, που οι επιδράσεις τους είναι μια συνεχής, πολύσημη και αμοιβαία εξάρτηση.

Η πολυποίκιλη αδελφική σχέση, με τους τσακωμούς, τις φιλονικίες, τις διαφωνίες, αλλά και την αγάπη και την αλληλοϋποστήριξη έχει πάντα θετικό αντίκτυπο σε καθένα από τα αδέρφια. Το παιχνίδι μεταξύ των αδερφιών είναι απαραίτητο και συσφίγγει τους δεσμούς μεταξύ τους.

Απαραίτητο, όμως, είναι και το παιχνίδι ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς, ίσως όχι με τη μορφή που έχει ανάμεσα στα αδέρφια ή τους συνομήλικους, αλλά με οποιαδήποτε μορφή το παιδί μπορεί να θεωρήσει ότι οι γονείς του ασχολούνται μαζί του με κάποιον άλλο τρόπο, εκτός του να του ετοιμάζουν το φαγητό ή να το φροντίζουν γενικά. Η μορφή αυτή είναι οπωσδήποτε πιο γοητευτική από την απλή καθημερινή ενασχόληση των γονιών με τα παιδιά τους. Δείχνει στα παιδιά και μια άλλη έκφραση της αγάπης των γονιών τους προς αυτά. Δείχνει τη διάθεση του μπαμπά και της μαμάς να παίξουν μαζί τους. Κάτι, που όσο πιο νέοι είναι οι γονείς τόσο πιο εύκολο είναι. Αν και με τα σημερινά προβλήματα και τις έννοιες που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι γονείς, δεν είναι καθόλου εύκολο να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο, πόσο μάλλον να παίξουν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να γίνεται. Το παιχνίδι, έστω και για λίγα λεπτά, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά μπορεί να έχει ακόμη και θεραπευτικό χαρακτήρα, καθώς τα παιδιά, την ώρα του παιχνιδιού, αφήνουν τον εαυτό τους να εκφραστεί και να αποκαλύψει πράγματα που δεν θα τα έλεγαν σε μια άλλη στιγμή. Όταν, βέβαια, οι γονείς απασχολούνται πολλές ώρες με τη δουλειά τους, τότε οι δυνάμεις και οι αντοχές μειώνονται και είναι πολύ λογικό να μην έχουν τη διάθεση να παίξουν. Απλά, εξηγούν στο παιδί πως δεν είναι όλες οι μέρες και οι ώρες το ίδιο και ότι θα προσπαθήσουν να βρουν λίγο χρόνο κάποια άλλη φορά. Τα παιδιά δεν μπορούν αυτό να το καταλάβουν εντελώς, σίγουρα, όμως, την αγάπη των γονιών τη νιώθουν και καταλαβαίνουν πως για τους το λένε αυτό, έχουν τους λόγους τους.

Μέσα στο σπίτι, όμως, ή τουλάχιστον αρκετά κοντά, είναι και οι καθημερινοί ήρωες κάθε οικογένειας, οι παππούδες. Αυτοί που τρέχουν, βοηθούν, φροντίζουν, νοιάζονται και αγαπούν τα εγγόνια τους με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Είναι πολύ τυχερά τα παιδιά εκείνα που έχουν παππούδες και βιώνουν αυτή την ιδιαίτερη σχέση. Γιατί κάθε στιγμή με τον παππού και τη γιαγιά είναι μια μαγική στιγμή, αποτελεί ένα παιχνίδι από μόνη της. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πώς οι παππούδες έχουν τη διάθεση και τη δυνατότητα, όποτε βρίσκονται με τα εγγόνια τους, να παίζουν μαζί τους, να τους λένε ιστορίες, τραγουδάκια. Αντέχουν, υπομένουν, αγαπούν. Και ίσως δεν φαντάζονται πόσο ευεργετικά επιδρά αυτό στα παιδιά, πόσο τα ηρεμεί και τους ενισχύει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση, πόσο βοηθάει στην ψυχοσύνθεσή τους. Το παιχνίδι, επομένως, είναι μία κοινωνική δραστηριότητα, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σημαντικές και βιώνονται μαζί με συνομήλικους, αλλά και ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Δεν είναι απλώς μία δραστηριότητα των παιδιών, αλλά μία γεμάτη νόημα διαδικασία, κατά την οποία τα παιδιά συνδημιουργούν ενεργητικά τον κόσμο τους και μαθαίνουν μέσα από τις αλληλεπιδράσεις με τους συμπαίκτες τους. Η ανάπτυξη ποιοτήτων της φιλίας, όπως η εγγύτητα, η διάρκεια, η συνέχεια του παιχνιδιού και η αλληλεξάρτηση, παρέχει στα παιδιά το κίνητρο και το γενικό πλαίσιο, ώστε να δομούν συνεργατικά τις δραστηριότητές τους και να συμμερίζονται τις εμπειρίες της μάθησης. Και είναι αυτή ακριβώς η αδιαπραγμάτευτη ουσία του παιχνιδιού που το καθιστά ιδίωμα της αναπτυσσόμενης προσωπικότητας και της διαμόρφωσης της κουλτούρας της κοινωνίας των παιδιών.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου