ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η άλλη διάσταση στην επιλογή νέας ηγεσίας στα Ανώτατα Δικαστήρια

η-άλλη-διάσταση-στην-επιλογή-νέας-ηγεσ-484251

Του Ν. Ε. Εμμανουηλίδη

Είναι περιττό να λεχθούν ικανά για τις αντικειμενικές δυσκολίες που ο δικαστής, ως εφαρμοστής του δικαίου, αντιμετωπίζει κατά την επιτέλεση του έργου του, ενός έργου από τη φύση του εξαιρετικά δύσκολου.

Δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε και κάποιες υποκειμενικές δυσχέρειες που παρεμβάλλονται στο δικαστικό έργο. Και φαίνεται αυτές να είναι κάποτε οι σημαντικότερες.

Ο δικαστής δεν παύει να είναι μια προσωπικότητα που βαρύνεται με κληρονομικές καταβολές, που έχει υποστεί επιδράσεις από την αγωγή την οποία έχει λάβει και υφίσταται επιρροές από τις φιλοσοφικές, θρησκευτικές και πολιτικές του θέσεις. Για να είναι, όμως, σωστός δικαστής και για να εφαρμόζει ορθά το δίκαιο, έχει υποχρέωση να επιχειρεί τη δύσκολη μεν αλλά γενναία υπέρβαση όλων αυτών των συνισταμένων της προσωπικότητός του. Δεν είναι αυτό εύκολα κατορθωτό και πάντως δεν είναι πλήρως δυνατό. Η προσπάθεια πρέπει παρά ταύτα να γίνεται.

Τουλάχιστον δεν πρέπει να αγνοείται η ύπαρξη του προβλήματος. Και ο δικαστής οφείλει να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου μακράν από τις προσωπικές του επιλογές και τις θεωρητικές του προτιμήσεις.

Υπάρχει όμως και η άλλη διάσταση του θέματος.

Καθώς έγραψε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Η Δικαιοσύνη του κόσμου τούτου δεν είναι Θεία. Είναι ανθρώπινη. Έχει λοιπόν το δικαίωμα και να πλανάται. Όταν όμως η Δικαιοσύνη υπακούει σε σκοπιμότητες, που είτε η ίδια είτε η πολιτική εξουσία της έχει τοποθετήσει παραπάνω από την αλήθεια, διαπράττει βαρύτατο αδίκημα».

Οι σοφοί αυτοί λόγοι ανασύρουν στην επιφάνεια τις προσπάθειες επηρεασμού του δικαστή προς κάποιες επιθυμητές λύσεις, λύσεις σκοπιμότητος. Τέτοιες προσπάθειες δεν έλειψαν και δεν θα πάψουν όσο άνθρωποι θα δικάζονται και συνάνθρωποί τους θα δικάζουν. Και θα προέρχονται από πολλές και ποικίλες κατευθύνσεις. Εναπόκειται στο δικαστή να παραμένει αδιάφορος σε αυτές τις παρεμβάσεις ή πιέσεις. Να κλείνει τα αυτιά του στις ποικιλώνυμες σειρήνες.

Για το σωστό δικαστή δεν υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί δρόμοι. Ένας είναι ο δρόμος του, ο μονόδρομος της συνειδήσεως. Οφείλει να περιφρονεί τις όποιες πιέσεις και να αποκρούει τις υποσχέσεις ανταπόδοσης ή τις απειλές. Η αλήθεια είναι πως αμερόληπτος και ανεπηρέαστος δικαστής είναι εκείνος που το θέλει. Η επιλογή βεβαίως του δρόμου της συνειδήσεως δεν είναι καθόλου εύκολη. Μερικές φορές ίσως είναι επώδυνη. Όμως ο δρόμος της συνειδήσεως είναι ο δρόμος της ηθικής δικαιώσεως και της κοινωνικής καταξιώσεως του δικαστή. Ο δρόμος της βαθειάς ψυχικής ικανοποιήσεως, η μόνη πορεία προς την τελείωση.

Τα προαναφερόμενα ισχύουν αναμφιβόλως όχι μόνο για το δικαστή αλλά και για τον εισαγγελέα.

Τον Ιούλιο του έτους 1996 το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε ως εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με προφανή εξωδικαστικά πολιτικά κριτήρια, έναν νεώτερο κατά τη σειρά διορισμού του αρεοπαγίτη, αδελφό στελέχους του ΠΑΚ και του τότε κυβερνώντος κόμματος, κατά κατάδηλη παράβαση των αρχών της δικαστικής ανεξαρτησίας.

Ο, με τον τρόπο αυτό, επιλεγείς εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου βρέθηκε σε δραματικά δύσκολη θέση, διότι ενώ ήτο λαμπρός δικαστής, ευγενής και ευφυής άνθρωπος, περιήλθε σε συνειδησιακό αδιέξοδο, διότι αισθάνθηκε αναιτίως εκτεθειμένος έναντι όλων των δεκάδων αδικηθέντων συναδέλφων του.

Όλη η θητεία του στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, επί πέντε περίπου έτη, έδειχνε έναν άνθρωπο που είχε υποστεί παρά την επιλογή του βαρύτατη ηθική βλάβη, έδειχνε έναν άνθρωπο που «μαράζωσε» εξαιτίας της παραπάνω εκλογής.

Οι λαμπροί δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί που εμφανίστηκαν προσφάτως στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφανείας της Βουλής, εφόσον τελικώς υλοποιηθεί η επιχειρουμένη συνταγματική εκτροπή και το Υπουργικό Συμβούλιο προέλθει στην επιλογή προέδρου και εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, θα έχουν δυστυχώς την ίδια τύχη.

Θα αντιμετωπιστούν αδίκως από τους συναδέλφους τους με πικρία και αμφισβήτηση.

Οι αδικούμενοι από την πολιτική εξουσία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί θα αισθανθούν μεγαλύτερη απογοήτευση από την ωμή παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στο χώρο της δικαιοσύνης, υπό τις σήμερον γνωστές συνθήκες, θα καταληφθούν από θλίψη και πικρία για την άτυχη μοίρα της ελληνικής έννομης τάξεως και κατ’ επέκταση του ελληνικού λαού, ενώ η δυσαρέσκειά τους θα καλύπτεται από την ηθική αναβάθμιση της οποίας θα τύχουν, όταν δικαστικός λειτουργός δεν ευνοείται από την πολιτική εξουσία κατά την πλήρωση κάποιας θέσεως με εξωδικαστικά κριτήρια, πολύ περισσότερο μάλιστα που σύσσωμη η επιστημονική κοινότης κραυγάζει προς κάθε κατεύθυνση να μην λάβει χώρα η επιχειρουμένη συνταγματική εκτροπή.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου