ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αληστα συμβάντα, δύσθροοι λόγοι

αληστα-συμβάντα-δύσθροοι-λόγοι-448070

2.500 χρόνια πριν η ολοκληρωτική συντριβή των Περσών στις Πλαταιές

Ο Ξέρξης, μετά την ήττα του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., αναχώρησε αμέσως για την Ασία, με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, φοβούμενος ότι οι Ελληνες, για να δυσκολέψουν την επιστροφή του στην Περσία, θα κατέστρεφαν τις γέφυρες στον Ελλήσποντο. Στο ελληνικό έδαφος άφησε τον Μαρδόνιο με στρατιωτική δύναμη 300.000 ανδρών, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να καταβάλει, τελικά, τους ανίκητους Ελληνες. Μια μεγαλειώδης νίκη θα μετρίαζε τις άσχημες εντυπώσεις, που είχαν δημιουργηθεί από την πανωλεθρία του στόλου του και θα αναπτέρωνε το καταρρακωμένο ηθικό του λαού του.

Ο Μαρδόνιος, γαμπρός και εξάδελφός του, πριν επιχειρήσει να επιτύχει τους σκοπούς του με τα όπλα, προσπάθησε να διχάσει τους Ελληνες. Προς τούτο, έστειλε τον υποτελή του Αλέξανδρο Α΄, τον βασιλιά της Μακεδονίας, να προτείνει στους Αθηναίους να συμμαχήσουν μαζί του με πλούσια ανταλλάγματα. Οι Αθηναίοι απέρριψαν την πρότασή του, υποστηρίζοντας: «Γνωρίζουμε ότι οι Πέρσες έχουν πολλαπλάσια στρατεύματα από τα δικά μας…, αλλά επειδή αγαπούμε υπερβολικά την ελευθερία, θα την υπερασπισθούμε όσο μπορέσουμε… Να διαβιβάσεις, λοιπόν, στον Μαρδόνιο, ότι όσο ο ήλιος ακολουθεί τον ίσιο δρόμο…, ποτέ δεν θα συμμαχήσουμε με τον Ξέρξη, αλλά με εμπιστοσύνη στους συμμάχους μας, τους θεούς και τους ήρωες, των οποίων εκείνος χωρίς σεβασμό έκαψε τους ναούς και (κατέστρεψε) τα αγάλματα, θα εκστρατεύσουμε εναντίον του και θα τον αποκρούσουμε»!

Μετά την αρνητική απάντηση των Αθηναίων ο Μαρδόνιος μετακινήθηκε, την άνοιξη του 479, με τον στρατό του στη Βοιωτία και στρατοπέδεψε στην κοιλάδα του Ασωπού ποταμού, κοντά στις Πλαταιές. Η Πλάταια κατά τον Ομηρο και τον Ηρόδοτο και Πλαταία κατά τον Παυσανία, πόλη καταγωγής των Πλαταιέων, θεωρούνταν κόρη του Ασωπού, σπουδαία πόλη της Βοιωτίας στα όρια της Αττικής, βόρεια του Κιθαιρώνα, είχε κτιστεί από Θηβαίους.

Από την πλευρά των Ελλήνων, αντιπρόσωποι 26ελληνικών πόλεων συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό της Κορίνθου και συμφώνησαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, να τους νικήσουν οριστικά. Πριν από τη σύγκρουση, άπαντες έδωσαν τον ακόλουθο όρκο: «Δεν θα θεωρήσω τη ζωή μου ανώτερη της ελευθερίας, ούτε θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς, ούτε ζωντανούς ούτε νεκρούς, αλλά θα θάψω όλους τους συμμάχους, οι οποίοι θα σκοτωθούν στη μάχη και, αν νικήσω τους βαρβάρους, δεν θα καταστρέψω καμία από τις πόλεις, που έλαβαν μέρος στον αγώνα και δεν θα ανοικοδομήσω κανένα από τα ιερά, που πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν, αλλά θα τ’ αφήσω να υπάρχουν έτσι, ως υπόμνηση στους μεταγενέστερους για την ασέβεια των βαρβάρων».

Κατά τον Ηρόδοτο, «τον δημιουργό της αληθούς ιστορικής τέχνης», τον ελληνικό στρατό αποτελούσαν 110.000 άνδρες με τους είλωτες. [Η Σπάρτη έστειλε 10.000, η Αθήνα 8.000 (διοικητής ο Αριστείδης), τα Μέγαρα 3.000, η Κόρινθος 5.000, οι Πλαταιές 600, η Τεγέα 1.500]. Τη διοίκηση του συνασπισμένου στρατού ανέλαβε, μετά από απόφαση του πολεμικού συμβουλίου, ο Παυσανίας (510-470), ανεψιός των βασιλέων Κλεομένη Α΄ και Λεωνίδα, γνωστός για την υπομονή και τη συνετή στρατηγική, που επέδειξε στην τελευταία μάχη των Ελλήνων κατά των Περσών.

Πριν από την αποφασιστική σύγκρουση, ο Σπαρτιάτης στρατηγός, πληροφορηθείς τον πλούτο και τα πλούσια εδέσματα, με τα οποία σιτίζονταν οι Πέρσες στρατιώτες, διέταξε τους δικούς του μαγείρους να ετοιμάσουν για τους στρατιώτες του παρόμοια φαγητά. Την ώρα της παρουσίασής τους είπε τα εξής: «Ελληνες, δείτε πόσο επιπόλαιοι είναι οι Πέρσες. Ενώ κάθε μέρα έχουν τέτοια πλούσια τροφή, ήρθαν εδώ να πολεμήσουν εναντίον μας, για να πάρουν τη δική μας, που είναι κατώτερη και μικρότερη!».

Στη δύναμη των Περσών είχαν προσχωρήσει περί τους 50.000 μηδίσαντες Ελληνες (υποστήριξαν τους Πέρσες, όπως οι Θηβαίοι!), οι οποίοι παρατάχθηκαν στη βόρεια όχθη του Ασωπού, ενώ ο ελληνικός στρατός στη νότια. Η σύγκρουση έλαβε χώρα πριν από 2.500 χρόνια, στις 27 Αυγούστου 479και έληξε με λαμπρή νίκη των Ελλήνων. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο ίδιος ο Μαρδόνιος και το τελειωτικό χτύπημα, που σήμανε το τέλος των Μηδικών Πολέμων, δόθηκε από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι παραβίασαν το οχυρωμένο με ξύλινο τείχος περσικό στρατόπεδο και επιδόθηκαν σε γενική σφαγή και λεηλασία.

Ο Ηρόδοτος υποστηρίζει, ότι από το εκστρατευτικό σώμα του Μαρδόνιου σώθηκαν μόνο 3.000, ενώ οι 40.000 στρατιώτες του στρατηγού Αρτάβαζου, που δεν πήραν μέρος στη μάχη(!), δεινοπάθησαν για να μεταφερθούν στην Ασία. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Ελληνες είχαν 1.360 νεκρούς.

Ταυτόχρονα με την ήττα στις Πλαταιές, οι Πέρσες υπέστησαν ακόμη μια. Ο ελληνικός στόλος, με αρχηγούς τον Σπαρτιάτη Λεωτυχίδη και τον Αθηναίο Ξάνθιππο (ο πατέρας του Περικλή), κατατρόπωσαν τις τελευταίες ναυτικές δυνάμεις του εχθρού, στη ναυμαχία της Μυκάλης, στα αιγαιοπελαγίτικα παράλια της Μικράς Ασίας. Με τη νίκη των Ελλήνων στη θάλασσα απελευθερώθηκαν από τον περσικό ζυγό η Ιωνία και τα νησιά του Αρχιπελάγους.

Στις Πλαταιές, τα λάφυρα ήταν πλούσια: Xρυσάφι και ασήμι σε δαρεικούς, σκεύη, κοσμήματα, όπλα, άλογα, καμήλες κλπ. Το ένα δέκατο του θησαυρού, οι Ελληνες αφιέρωσαν στον ναό των Δελφών, με το οποίο κατασκεύασαν τον Τρικάρηνο Οφι, ορειχάλκινη στήλη με σύμπλεγμα φιδιών, τυλιγμένων μεταξύ τους, που κατέληγαν σε τρία κεφάλια. Στα σώματα των φιδιών απεικόνισαν τα ονόματα των πόλεων, που έλαβαν μέρος στη μάχη. Το μνημείο αυτό μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη τον 4ο αι. μ.Χ. ο ιδρυτής της Μέγας Κωνσταντίνος και το έστησε στην τεράστια πλατεία του Ιπποδρόμου!

Ο Παυσανίας κολακεύτηκε από τη ζωή των Περσών, υιοθέτησε αρκετές συνήθειες του ανατολίτικου τρόπου ζωής και, δυστυχώς, υποσχέθηκε να τους βοηθήσει να υποτάξουν τους Ελληνες. Θεωρήθηκε, τελικά, προδότης και για να γλυτώσει από τους Σπαρτιάτες κλείστηκε στο ναό της Χαλκίοικου Αθηνάς. Επειδή απαγορευόταν η σύλληψή του, οι συμπολίτες του έκτισαν τη θύρα του ναού (την πρώτη πέτρα έβαλε η μητέρα του Θεανώ), όπου πέθανε από ασιτία!

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή, [email protected]

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου