ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Δημοψηφισματικές αναλογίες

δημοψηφισματικές-αναλογίες-447178

Του Κώστα Πώποτα*

Είναι εύκολο να παρερμηνευτεί η οποιαδήποτε δημόσια τοποθέτηση σε ένα ζήτημα όπως αυτό του δημοψηφίσματος που τίθεται «εν θερμώ» και αποκτά εξαιρετικά έντονη συναισθηματική φόρτιση λόγω των συγκυριών και του επικοινωνιακού κλίματος που έχει δημιουργηθεί. Θεωρώ όμως ότι αποτελεί δημοκρατική υποχρέωση να προσθέτεις στον πλουραλισμό των ιδεών και κυρίως να μην σιωπάς όταν υπάρχουν δημοκρατικές ατεχνίες.

Και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου καταδεικνύει πόσο τελικά ο θεσμός του δημοψηφίσματος δεν αποτελεί μέρος της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, όπως και ότι το φειδωλό της χρήσης του στο παρελθόν μας έχει στερήσει την εμπειρία να τον ασκήσουμε υπεύθυνα. Καμία λοιπόν σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με την «άμεση δημοκρατία» στην Ελβετία όπου μόνο το 2014 οργανώθηκαν 12 δημοψηφίσματα με ζητήματα που κυμαίνονταν από τον ελάχιστο μισθό ως την προμήθεια αεροσκαφών – σημειωτέον όμως ότι από τις εκατοντάδες πρωτοβουλίες που έδωσαν ιστορικά λαβή σε λαϊκά δημοψηφίσματα μόλις σε καμιά 20ρια οι προτάσεις έγιναν αποδεκτές.

Ομως τα δημοψηφίσματα απευθύνουν ερωτήματα σε νοήμονες ανθρώπους και πρέπει να γίνονται με εντιμότητα και αντικειμενικότητα.

Για το μελλούμενο οσονούπω δημοψήφισμα εντούτοις η διατύπωση του ερωτήματος είναι νοητικά και λογικά ανεπαρκής στρατευμένη σε ένα τακτικό στόχο και η απάντηση παγιδευμένη και μη χρησιμοποιήσιμη.

Θα πάρω ένα άλλο ευαίσθητο παράδειγμα για να καταφανεί πόσο κακά σχεδιασμένο είναι το ερώτημα : χρόνια μας ταλανίζει το ζήτημα της ΠΓΔΜ για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επίσης εκφράσει θέσεις. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ανοίγει νέος κύκλος διαπραγματεύσεων για την επίλυση του ζητήματος μέσα σε ένα συμφωνημένο πλαίσιο (ενδιάμεση συμφωνία;) και ότι μετά από μήνες διαπραγματεύσεων δεν διαφαίνεται σύγκλιση. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι η κυβέρνηση αποφασίζει να καταφύγει σε δημοψήφισμα για να ανανεώσει την εντολή διαπραγμάτευσης. Ποιο θα ήταν το λογικό ερώτημα; Δεν θα είχε αξία να ερωτηθεί κάτι το οποίο εκφεύγει της κυβερνητικής λειτουργίας. Ετσι δεν θα είχε καμία έννοια να ερωτηθεί: «συμφωνείτε με τους χειρισμούς της κυβέρνησης των Σκοπίων και το υπόδειγμα λύσης που έχουν υποβάλει;». Διότι ποιος δεν θα ένοιωθε απομονωμένος (;) ψηφίζοντας το ΝΑΙ, όπως και η κυβέρνηση δεν θα ήξερε τι να κάνει ένα πλειοψηφικό ΟΧΙ αφού δεν θα μπορούσε να προβάλει την λαϊκή βούληση ως επιχείρημα για να κάμψει τις αντιρρήσεις των βορείων γειτόνων – οι οποίοι βεβαίως θα μπορούσαν επίσης να κάνουν ένα δημοψήφισμα για το ίδιο θέμα. Διότι προφανώς το ερώτημα θέτει τον πολίτη εκτός των ορίων της συνεστημένης ελληνικής πολιτείας και τον βάζει τζάμπα να κρίνει την συμπεριφορά κάποιου που δεν ελέγχει με την ψήφο του. Αντιθέτως θα είχε νόημα να ερωτηθεί: «συμφωνείτε με τους χειρισμούς της Ελληνικής κυβέρνησης»; Τότε όμως η αρνητική απάντηση θα ισοδυναμούσε με αποδοχή πρότασης μομφής!

Δεν ισχυρίζομαι βεβαίως ότι οι «θεσμοί» βρίσκονται στην ίδια θέση όπως η κυβέρνηση των Σκοπίων (αν και με αυτά που ακούω νοιώθω λίγο μόνος τελευταία). Η λογική όμως θα απαιτούσε πράγματι το ερώτημα στην περίπτωση του ελληνικού χρέους να διατυπωνόταν με αντίστοιχους όρους γύρω από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Γιατί δεν έγινε έτσι θα μου πείτε. Υποψιάζομαι ότι η κυβέρνηση η οποία είχε κάνει όντως υποχωρήσεις πιέσθηκε κομματικά να κάνει « tabula rasa » τα επεξεργασμένα κείμενα και να ξαναπιάσει την διαπραγμάτευση από μηδενική βάση (είπα, ξείπα… την παρόλα μου).

Ταυτόχρονα, με τον μανιχαϊστικό τρόπο διατύπωσης των ερωτημάτων και την περιεχόμενη δίκη προθέσεων επιτυγχάνεις με ένα σμπάρο δύο ή τρία τρυγόνια: δαιμονοποιείς συλλήβδην τους άλλους που συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση, στήνεις απέναντι την αντιπολίτευση σε πακέτο αδιαφόρως των διαχωρισμών στις θέσεις και βεβαίως σε περίπτωση που το ΝΑΙ μειοψηφήσει τους λιθοβολείς, ενώ καρπώνεσαι ως ατομικό κτήμα το ΟΧΙ το οποίο ενσωματώνει τα κουκιά της ΧΑ – τα οποία σε περίπτωση αντιστροφής του ερωτήματος δεν θα συνεποσούντο με τα δικά σου. Επιπλέον έχεις ακυρώσει τα βόλια του ΚΚΕ το οποίο προκρίνει ένα τρίτο δρόμο – ακύρων εξ’ ορισμού ψηφοδελτίων τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη για το αποτέλεσμα. Για να το πούμε απλά, αν το ερώτημα ήταν : «είστε σύμφωνοι με την κυβέρνηση» τότε μόνο οι ψήφοι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα εκφραζόντουσαν θετικά.

Τι σημαίνει πρακτικά αυτό στην (πολύ πιθανή) περίπτωση που το ΟΧΙ (συμβολικά επιλεγμένο να ταυτίζεται με το έπος του 40 – ακούω και γω τον Βαρεμένο να μας το υποδεικνύει με ρίγη πατριωτισμού) επικρατήσει ; Τότε φαντάζομαι η κυβέρνηση, ισχυριζόμενη ότι υπακούει την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, θα σβήσει από την μνήμη της τα όσα η ίδια είπε στη διάρκεια των πέντε τελευταίων μηνών, θα πρέπει όμως να αναμένει ότι το ίδιο θα κάνουν και οι «θεσμοί». Όπως θα πρέπει να έχει πάντα υπόψη της ότι η σύγκρουση συνταγματικών ταυτοτήτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τώρα που εμείς θέσαμε το θέμα της δικής μας λαϊκής βούλησης, θα καταλήξει – στη βάση της αμοιβαιότητας , όπως έγινε και για την συμφωνία του περασμένου Φεβρουαρίου – σε ένα σχήμα όπου το ένα μετά το άλλο τα κράτη μέλη θα υποβάλουν το σχέδιο συμφωνίας για έγκριση στα κοινοβούλια τους με χειρισμούς αντίστοιχους με αυτούς του υπουργικού συμβουλίου. Και ότι σε αυτή την περίπτωση η μοναξιά μπορεί να αποδειχτεί εκκωφαντική.

Μια τελευταία τοποθέτηση: το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο οργανώνει δημοψηφίσματα μόνο για συνταγματικά ζητήματα και το οποίο συζητά εδώ και χρόνια το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ως το 2017 σχετικά με την σχέση του με την ΕΕ, αφού διέφυγε εξ έρκους οδόντων την απόσχιση της Σκωτίας, μόλις πριν δεκαπέντε μέρες κατέληξε στην διατύπωση του ερωτήματος το οποίο φυσικά παραμένει στα όρια της συνταγματικής του τάξης ρωτώντας απλά – μήνες έως και χρόνια πριν την κρίσιμη ημερομηνία ώστε οι πολίτες να έχουν τον χρόνο να ζυγίσουν τα υπέρ και κατά: «πρέπει το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης;».

*Ο γράφων εκφράζει θέσεις αποκλειστικά προσωπικές.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου