ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Πάει, τα φάγαμε τα ψωμιά μας ξάδερφε» – Δ. Πλαπούτα

πάει-τα-φάγαμε-τα-ψωμιά-μας-ξάδερφε-8211-433334

Του Νίκου Τσεκούρα, Συνταξιούχου δασκάλου

Ο τίτλος του σημερινού μου δημοσιεύματος, είναι τα μεστά λόγια του πρωτομάστορα της ελληνικής επανάστασης Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ, που τα είχε πει στον ξάδερφό του και συγκατηγορούμενό του Δ. ΠΛΑΠΟΥΤΑ, και νομίζω ότι ταιριάζουν στον 96χρονον εαυτό μου, έστω και εάν δεν βρίσκομαι υπό κατηγοριών όπως εκείνος.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΑ…

Συγκεκριμένα απ’ τη στιγμή που στις 25/1/1833 ο Όθωνας ήρθε στην Ελλάδα, οι σπιούνοι, δε σταμάτησαν να του καταγγέλλουν πως ο Θ. Κολοκοτρώνης δεν είναι φίλος του. Του έλεγαν πως ο θρυλικός Γέρος κάνει μυστικές συνεδριάσεις στην Τρίπολη, πως στέλνει αναφορές στον Τσάρο της Ρωσίας, πως είναι σε συνεννόηση με ληστές καπεταναίους να κάμουν στάση για να διαλύσουν την Αντιβασιλεία και άλλα τέτοια.

Τα μάθαινε όλα αυτά ο Γέρος. Μια μέρα πήγε στ’ Ανάπλι και παρουσιάστηκε στον Όθωνα και στους Αντιβασιλιάδες να τους χαιρετήσει. Τους είδε όλους μουδιασμένους. Και σε κάποια στιγμή, ο πρόεδρος της Αντιβασιλείας Αρμανσμπέρμπεγκ του λέει:

-«Έχετε πολλούς εχθρούς στρατηγέ;»

-«Ναι», τ’ αποκρίνεται ο Γέρος. «Είχα κι έχω πολλούς εχθρούς. Δύο όμως, είναι οι πιο θανάσιμοι, απ’ όλους».

-«Ποιοι στρατηγέ;»

-Ο ένας είναι τ’ όνομά μου», είπε περήφανα ο Γέρος «κι ο άλλος οι υπηρεσίες μου!».

Κι ύστερα χαιρέτησε κι έφυγε. Αποτραβήχτηκε στο σπιτάκι του Κιουλού Κεπέ, στο προάστιο, Πρόνοια του Ναυπλίου και έγραψε ο ίδιος τα εξής:

«Απεφάσισα να πάω στο περιβόλι μου, όπου είχα έξω από το Ανάπλι. Επήγα, εκάθησα και περνούσα τον καιρό μου καλλιεργώντας τα μικρά φυτά όπου εφύτεψα. Εκεί ήλθαν τη νύχτα, εις τας 7 Σεπτεμβρίου και με επήραν, ο Κλεόπας, μοίραρχος με σαράντα χωροφύλακες και με επήγε εις το Ιτσ-Καλέ και με επαραδώσανε εις τον φρούραρχο και μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να ιδώ άνθρωπο, εκτός από το δεσμοφύλακα. Τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου εφαίνετο όνειρο. Ερωτούσα τον εαυτό μου, ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανείς; Δεν καταλάβαινα διατί με είχαν κλεισμένο».

«Και τι χρειαζόταν τόσος στρατός να με πάρουν;» Αναρωτιόταν ο ίδιος.

«Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό, από εκείνα που κάνουν θελήματα μ’ ένα γράμμα, να πάω στ’ Ανάπλι και μ’ ένα φανάρι στο στόμα του για να μας φέγγει και των δυο μας.

-Μια μέρα πάει στη φυλακή το Γέρου, ο Βαυαρός νομικός Μάσσων που είχε διοριστεί βασιλικός Επίτροπος για να του πάρει ομολογίες και να στηρίξει τις κατηγορίες του.

Μια φορά, Μάσσων», του λέει ο Γέρος, «ήταν ένας λύκος κι έπινε νερό σ’ ένα ποτάμι. Παραπάνω έπινε νερό και μια προβατίνα. Τότε ο λύκος που γύρευε πρόφαση να φάει την προβατίνα, της λέει με θυμό: «Μη μου θολώνεις το νερό!». Κάτι τέτοιο, κάνετε και σεις με μένα.

Αφού έγινε η δίκη και ήλθε τέλος, η ημέρα και η ώρα να διαβαστεί η απόφαση, έφεραν τους κατηγορούμενους: Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Μπήκε και πλήθος κόσμου και όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους. Ο Πολυζωίδης κρύβει το πρόσωπό του με τις παλάμες των χεριών του. Ο γραμματέας διαβάζει: «Ο Δ. Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας!».

Φρίκη και απελπισία ξεχύνεται παντού. «Ο Γέρος ατάραχος μονολογούσε: –Είδα τόσες φορές το θάνατο και δεν εφοβήθηκα· ούτε τώρα». Κάποιος οπαδός του που ήταν κοντά του, του λέει συγκινημένα. –«Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ μου». –«Γι’ αυτό λυπάσαι;» τ’ αποκρίνεται «καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια…». Ο Πλαπούτας αντίθετα ταράχτηκε, όταν άκουσε τη θανατική καταδίκη τους και δάκρυσε. Και ο Τερτσέτης γράφει: «εσυλλογίζετο την ορφάνια των τέκνων του, επτά θυγατέρων και ενός γιού ανηλίκου». Ο Κολοκοτρώνης τον κοιτάει με συμπόνοια και του λέει: «Βρε συ, δεν ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες ποτέ τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Εμείς το χρέος το κάναμε κι αυτοί ας μας καταδικάζουν». Οι χωροφύλακες τους έκλεισαν στα κελιά τους. Φώναξαν το δεσμοφύλακα και του ζήτησαν ένα χαρτί. Έγραψαν και οι δυο τη διαθήκη τους. Ο Γέρος έβγαλε το δαχτυλίδι του και το ’δωσε στο δεσμοφύλακα για να το δώσει στο μικρότερο γιο του τον Κολίνο να το φοράει για να τον θυμάται. Ύστερα περίμεναν τον παπά να τους εξομολογήσει και να τους μεταλάβει. Μα κανείς ιερέας δεν φαινόταν. Στις δέκα η ώρα τους έφεραν λίγο νερό να πιούνε. Και ο Γέρος λέει: -«Αυτό είναι το τελευταίο μας, ξάδερφε… Πάει, Εφάγαμε τα ψωμιά μας».

Και ενώ στα σπίτια των μελλοθανάτων έκοβαν τα σάβανα, σ’ άλλα σπίτια συζητούσαν με αγωνία, αν θα έδινε χάρη, ο νεαρός Όθωνας. Μόνον ένας, σκεφτόταν διαφορετικά. Όταν τον ρώτησαν αν νομίζει πως πρέπει να δοθεί χάρη στους μελλοθάνατους απάντησε: «Όχι μόνον αντικρούω με αγανάκτησιν την απονομή χάριτος εις ανθρώπους αναξίους αυτής, αλλά αντιθέτως, προτείνω, όπως, περιφρουρούντες το συμφέρον του κράτους και την ασφάλειαν αυτού, διατάξωμεν… την εντός 24 ωρών, την καρατόμησιν των προδοτών…».

Αισθάνομαι ντροπή, που αναφέρω το όνομά του. Ήταν ο Ι. Κωλέτης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου