ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Ευχάριστη συνάντηση» (με συγκινητικές αλησμόνητες θύμησες)

ευχάριστη-συνάντηση-με-συγκινητικ-424662

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Το έτος 1970 υπηρετούσα στο Α’ Αστυνομικό Τμήμα Καβάλας και για υπηρεσιακούς λόγους κάποια μέρα, με πολιτική περιβολή, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη.

Τελειώνοντας και θέλοντας να επιστρέψω κατευθυνόμουνα στον σταθμό υπεραστικού ΚΤΕΛ και πριν φτάσω συνάντησα ένα Καβαλιώτη φίλο μου.

Κάναμε τόση χαρά που ειδωθήκαμε και επειδή είχε δικό του Ι.Χ. αυτοκίνητο μου πρότεινε να φύγουμε παρέα για την Καβάλα όμως, πριν γίνει αυτό, με παρακάλεσε να τον συνοδεύω σε κοντινή ασφαλιστική εταιρεία να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητές του.

Με την υπάλληλο αφού τακτοποίησε τις όποιες υποθέσεις τουμου είπε να περιμένω λίγο να δει τον κ. Σκορδέλη, Διευθυντή της Εταιρείας και, μετά φεύγουμε.

Ακούγοντας το όνομα Σκορδέλη και επειδή στη Ρόδο, ως αστυνομικό όργανογια τέσσερα περίπου χρόνια (1947-1950) Αστυνόμο είχαμε τον Μοίραρχο Σκορδέλη Νικόλαο (ίδιο επώνυμο με του Διευθυντού) ρώτησα την υπάλληλο αν ο Διευθυντής της είχε καμιά σχέση με τη Χωροφυλακή παίρνοντας την απάντηση πως, ο κ. Σκορδέλης ήταν απόστρατος Στρατηγός του Σώματος.

Της εξήγησα ποιός είμαι,πως τον γνώριζα και τι για κείνον αισθανόμουνα και πως είχα πάνω από είκοσι χρόνια να τον δω (από τη Ρόδο με την προαγωγή του σε Ταγματάρχηείχε μετατεθεί στη Θεσσαλονίκη) και την παρακάλεσα να τον δω χωρίς να του πει το όνομά μου για να του κάνω έκπληξη.

Είχα βλέπετε μεγαλώσει, φορούσα γυαλιά μυωπίας και την κεφαλή μου την κάλυπταν λευκές κορφές Ολύμπου!

Η Υπάλληλος όχι μόνο δέχτηκε την παράκλησή μου αλλά με τα όσα υπέρ του καλού μου αστυνόμουκαι τώρα δικού της προϊσταμένου της είχα πει είχε συγκινηθείτην έτρωγε όμως και η περιέργεια το τι θα ακολουθούσε εκείνη τη συνάντηση!

-Κύριε Διευθυντά σας ζητά κάποιος κύριος.

-Ποιος είναι.

-Συγγνώμη, δεν τον ρώτησα.

-Ναι, να έλθει.

-Για χρόνια, σε μένα και καθημερινή βάση, γνώριμη η φωνή του (στεκόμουνα έξω από το γραφείο του χωρίς να με βλέπει) και στο άκουσμά της είχα συγκινηθεί!

-Περάστε, μου είπε γελώντας η υπάλληλος.

Στο ευρύχωρο γραφείο του δυο-τρεις δρασκελιές έκανα και χωρίς να το καταλάβωσε στάση προσοχής σταμάτησα ψελλίζοντας: Καλημέρα σας κύριε.

Αλλά σιγά την καλημέρα που είπα! Ίσια που ακουγόταν και ο συμπαθέστατος ασπρομάλλης κύριος των 70 περίπου χρόνων που όρθιος περίμενε τον επισκέπτη του μάλλον ανησύχησε και προχώρησε προς το μέρος μου.

-Συγγνώμη, σας συμβαίνει κάτι και πως μπορώ να βοηθήσω.

Έβγαλα τα γυαλιά μου,σκουπίζοντας τα μάτια μου, ενώ εκείνος με περιεργαζόταν.

-Κύριε Αστυνόμε, είμαι ο Σερ… Όμως εκεί σταμάτησα επειδή η συγκίνησή μου δεν με άφηνε να συνεχίσω.

Ξαφνιάστηκε με το « κ. Αστυνόμε»και με το «είμαι ο Σερ» και εντείνοντας την προσοχή του πλησίασε περισσότερο οπότε η δυνατή συγκινητική του φωνή «Σεραφειμάκο μου, παιδί μου», ακούστηκε στο γραφείο της υπαλλήλου η οποία, μαζί με τον Καβαλιώτη, βρέθηκαν δίπλα μας και παρακολουθούσαν άφωνοι!

Μου είναι αδύνατο (στερούμαι τέτοιας ικανότητας) να περιγράψω τις συγκινητικές στιγμές που ακολούθησαν, θα πω όμως τούτο.

Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε σαν μωρά παιδιά ή, καλύτερα, σαν πατέρας με παιδί που είχαν χρόνια να συναντηθούν και στο διάστημα εκείνων των χρόνων είχαν χαθεί τα ίχνη τους!

Με τράβηξε δίπλα του σε ένα καναπέ και με «ξετίναξε» στις ερωτήσεις για το αν ακόμη υπηρετούσα στη Χωροφυλακή (φορούσα πολιτικά), τι βαθμό είχα, σε ποια υπηρεσία βρισκόμουνα, την οικογένειά μου, την υγεία μου, τους παλιούς μου συναδέλφους που θυμόταν και αγαπούσε. (Σε αριθμό η δύναμη του Α΄ Τμήματος που Διοικούσε μαζί με τους άνδρες της τροχαίας υπερέβαιναν τους 50) και τους οποίους σαν παιδιά του μας πρόσεχε, χωρίς να ξεχνά ερωτήσεις και για ένα σωρό καλούς Ρόδιους φίλους του που και εγώ γνώριζα.

Και ήταν αλήθεια αυτό πού έλεγε σαν παιδιά του πρόσεχε τους υφισταμένους του και από την πρώτη μάλιστα μέρα (31 Μαρτίου 1947) που στη Ρόδο πατήσαμε τα πόδια μας!

Οι εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις και εκείνες οι πατρικές του συμβουλές προς όλους μας έχουν μείνει αλησμόνητες γιατί πολλά μας δίδαξαν και πολύ μας ωφέλησαν!

Με την έναρξη του Σχολικού έτους (πρώτη χρονιά 1947 λειτούργησε Νυκτερινό Γυμνάσιο) και σε αίτημα συναδέλφων (μεμονωμένα αιτήματα) και παρά τις όποιες δυσκολίες είχε κατορθώσει να βρει υπηρεσιακές λύσεις και σε καθημερινή βάσηοι επιθυμούντες παρακολουθούσαν μαθήματα στο Νυκτερινό 6τάξιο Βενετόκλειο Γυμνάσιο και μάλιστα από την πρώτη τάξη!

Τέσσερις συνάδελφοι φοιτούσαμε στο Βενετόκλειο όμως μόνο δύο νιώσαμε τη χαρά της αποφοίτησης (ο Δημήτρης Κρικώνης και εγώ), επειδή οι άλλοι δύο διέκοψαν.

Θυμάμαι πως θέλοντας να μεταδώσω την συγκίνησή μου και στον καλό μου Αστυνόμο,από την Τροχαία Ρόδου στην Τροχαία Θεσσαλονίκης, τον πήρα τηλέφωνο και όταν του είπα το « χαρμόσυνο» για μένα γεγονός εκείνος ο υπέροχος άνθρωπος πέρα από τα ένα σωρό μπράβο που μου αράδιασε από τη χαρά του τραγούδαγε κιόλας το «Σαμιώτισα, Σαμιώτισα, πότε θα πάς στη Σάμο».Ήταν Σαμιώτης την καταγωγή.

Όμως, ο ανοιχτόμυαλος άνθρωπος όση χαρά ένοιωσε όταν έμαθε πως είχα αποφοιτήσει από το Βενετόκλειο άλλη τόση λύπη δοκίμασε όταν κάποια άλλη μέρα τον πληροφόρησα ότι Κανονισμοί και κάποιες διαταγές δεν μου επέτρεπαν να υποστώ την δοκιμασία των εξετάσεων για την εισαγωγή μου στη Σχολή Ανθυπομοιράρχων επειδή ήμουνα έγγαμος.

Κάποια χρονιά, με απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας επετράπη ο διαγωνισμός των εγγάμων για τη Σχολή όμως εγώ, τη χρονιά εκείνη, δεν είχα το απολυτήριό μου και δεν μπορούσα να δώσω εξετάσεις και όταν το απόκτησα δεν μου επέτρεψαν επειδή η ευεργετική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας είχε καταργηθεί και, όταν το έμαθα, παρ’ ολίγο να πάθω εγκεφαλικό.

Προερχόμουνα από τη Σχολή Υπενωμοταρχών (1950 σειρά επιτυχίας για εκπαίδευση 125 σε κάπου 650 συναδέλφους) και σε άλλο διαγωνισμό το 1954 για τον βαθμό του Ενωμοτάρχη, σε 1214διαγωνισθέντες είχα φέρει σειρά επιτυχίας 179.(Εγκ.Αρχ. 31/26-3-1954).

Λίγο αργότερα (εκεί δεν ίσχυαν οι απαγορεύσεις για εγγάμους) διαγωνίστηκα για τον βαθμό του Ανθυπασπιστού και σε αριθμό διαγωνισθέντων Ενωμοταρχών 515 η σειρά επιτυχίας μου ήταν 91.Εγκ. Αρχ. 77/30-12-1961.

Εκεί στο γραφείο του καλού μου Αστυνόμου Σκορδέλη σχολιάζοντας αδικίες Κανονισμών που τότε ίσχυαν και δεν επέτρεπαν αστυνομικά όργανα που είχαν όρεξη να βελτιώσουν τη θέση τους και τα όνειρα αυτών διαλυόντουσαν εξ αιτίας κάποιων καρεκλοκένταυρων που είχαν ψηφίσει νόμους που δεν επέτρεπαν σε νέους να δοκιμάσουν τα όποια πιστεύω τους, τις όποιες επιθυμίες τους!

Εν προκειμένωκαι σε μένα είχε γεννηθεί ένα ερώτημα γεμάτο πικρία που το σχολιάζαμε με τον σεβαστό μου Αστυνόμο Σκορδέλη.

Ενώ για τους πρώτους δυο διαγωνισμούς προαγωγής μου (Υπενωμοταρχών 1950 και Ενωμοταρχών 1954) είχα φέρει πολύ καλή σειρά, σε τρίτο διαγωνισμό-αν μουεπέτρεπαν – δεν θα έγραφα έστω και μέτρια για να γίνω δεκτός στη Σχολή Ανθυπομοιράρχων ακόμη και τελευταίος στη σειρά εισαγωγής μου! Και το λέω αυτό επειδή ήμουνα γιος θύματος πολέμου και με διευκόλυναν για την εισαγωγή μου πολλές ευεργετικές διατάξεις Νόμων.( ο πατέρας μου είχε βαριά τραυματιστεί το 1913 στην Τζουμαγιά από βουλγαρική σφαίρα!

Και εδώ θα μου επιτραπεί να πω ότι δεν αναφέρομαι στις καλές δικές μου σειρές επιτυχιών προκειμένου να κάνω τον «καμπόσο», όχι προς Θεού μακριά από μένα αυτή η έπαρση.

Το λέω επειδή θυμάμαι πως υπήρχαν έγγαμοι συνάδελφοι καλλίτεροι από μένα όχι μόνο στη γραφή αλλά και σε άλλες γνώσεις που εγώ είχα και συνεχίζω να έχω μεσάνυκτα οι οποίοι αγωνιζόντουσαν να βελτιώσουν τη θέση τους κοινωνικά και επαγγελματικά αλλά σιγά που θα τους άφηναν οι κανονισμοί πειθαρχίας που τους έκοβαν την… όρεξη!

Και δεν έκοβαν μόνο την όρεξη των εγγάμων αλλά και εκείνων που είχαν σοβαρή σχέση με κοπέλα της αρεσκείας τους και συνέπιπτε να το μάθει κάποιος αυστηρός Αξιωματικός ο οποίος, ξύνοντας νύχια, λανθασμένα ερμήνευε Κανονισμούς! (Βλέπετε επισυναπτόμενο απόκομμα άδικης τιμωρίας Αξιωματικού που είχε άσχημη συνέχεια για τον αρραβωνιασμένο Ενωμοτάρχη).

Βέβαια αργότερα με κάποιες προσφυγές πολλοί αδικηθέντες «μερική» δικαίωση βρήκαμε όμως άλλο «μερική παρακλητική» και άλλο «αξιοκρατική» με την οποία, σαν «καλάμι ή χαμόδεντρο» (Δροσίνης)

«όσο ανεβαίνεις μόνος σου ν’ ανεβαίνεις» για να συμπληρώσω και εγώ.

Ανάλογα με τα κότσια και τις ικανότητες που κάποιος διαθέτει!

Τώρα όλα τούτα είναι περασμένα όμως για πολλούς αδικηθέντες όχι

ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ!

Και παίρνοντας «φόρα» θέλω,ιδιαίτερα σε ερώτημανέων: Γιατί η Χωροφυλακή δεχόταν σχεδόν αγράμματους Χωροφύλακες, να απαντήσω..

Γιατί καλοί μου νέοι φίλοι: Tα χρόνια κείνα ήταν διαφορετικά από τα σημερινά!

Με τον πόλεμο του ΄40 και όχι μόνο σχεδόν όλα είχαν διαλυθεί και από τα μέσα του 1945 οι Σχολές Χωροφυλακής άρχισαν να λειτουργούνκαι αυτές γέμιζαν από νέους οι γνώσεις των οποίων δεν ξεπερνούσαν του Δημοτικού Σχολείου.

Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας επέτρεπε την κατάταξη στη Χωροφυλακή παιδιών αποφοίτων Γυμνασίου μόνο το 20% των στρατευσίμων επειδή το άλλο 80% το προόριζε για τον Στρατό και η Χωροφυλακή άνοιξε τις πόρτες σε χιλιάδες στρατευσίμους τσοπάνηδες, εργάτες, βουκόλους, χοιροβοσκούς, αγρότες (πρώτος εγώ άφησα το αλέτρι μου) με απολυτήριο Δημοτικού ή και Ε΄ Τάξης ακόμη και αν τη λέξη χωροφύλακας λάθος την έγραφαν (χουρουφήλλακας)!

Όμως τα παιδιά αυτά ήταν «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ»!

Σκληραγωγημένα, γεμάτα ζωή και αντοχήδεν γνώριζαν τι θα πει αρρώστια και κούραση με πάλλευκο ποινικό Μητρώο. Και πέραν τούτων για να γίνει δεκτός σιωπηλά και με προσεκτική Αστυνομική έρευνα περνούσε από κόσκινο όχι μόνο ο ενδιαφερόμενος αλλά όλη του η οικογένεια ακόμη και ο παππούς του προπάππου του!

Το 1945 (Νοέμβριο μήνα) στη Χωροφυλακή που και εγώ κατατάγηκα ακόμη συνεχίζω να πιστεύω ότι η αίτηση κατάταξής μου (την έγραψα στη Διοίκηση Χωροφυλακής Λαμίας) ανορθόγραφη ήταν!

Στη συνέχεια και ύστερα από μία πλημμελή εκπαίδευση τον Μάρτιο του 1946, στο Αστυνομικό Τμήμα Σπάρτης τοποθετήθηκα και αμέσως σε Μεταβατικό Απόσπασμα κατέληξα με το οποίο, το χρόνο εκείνο, τεράστιους κινδύνους αντιμετωπίσαμε και πολλούς συναδέλφους3/2/1/11 και 17, σε μικρά χρονικά διαστήματα, χάσαμε,χώρια οι τραυματίες!

Όμως στις αρχές του 1947 όλα προς το καλύτερο για μένα και άλλους συναδέλφους άλλαξαν επειδή τύχη αγαθή μας περίμενε!

Το λέω αυτό γιατί: Ενώ στη χερσαία Ελλάδα, όπως και στη Λακωνία που υπηρετούσα, εμαίνετο εμφύλιος σπαραγμός και οι Έλληνες «τρωγόντουσαν» μεταξύ τους τα δε όργανα τάξεως και όχι μόνο εκείνα αλλά και αθώοι πολίτεςσε δρόμους, σπίτια και Σταθμούς Χωροφυλακής νεκροί έπεφταν, το 1947με την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου πολλοί συνάδελφοιστα όμορφα νησιά της μετατέθηκαν και εκεί την απόλυτη ησυχία απολάμβαναν.

Η αγαθή τύχη και μένα προστάτεψε μια που από τη Λαμία, στην οποία από τη Σπάρτη είχα μετατεθεί, χωρίς να το καταλάβω σε ομάδα συναδέλφων με ενέταξαν και λίγο αργότερα στη Ρόδο και στη δύναμη του Μοιράρχου Σκορδέλη τοποθετήθηκα.

Και εξ αιτίας εκείνου του καλού ανθρώπου η αγαθή τύχη για πολλούς συναδέλφους συνεχιζόταν επειδή δίπλα μας εκείνος ο υπέροχος ανοιχτόμυαλος Αξιωματικός στέκονταν!

Τη μέρα κείνη κοντά του πολύ όμορφα ένοιωθα όμως κάποια στιγμή και αφού τόσα πατέρας και παιδί είχαμε πει ετοιμάστηκα να φύγω και εκείνος.

-Κάτσε κάτω, πουθενά δεν θα πάς.

-Μα στο άλλο γραφείο περιμένει ο φίλος μου.

-Και εκείνος δεν θα φύγει επειδή και δικός μου φίλος είναι.

Χωρίς πολλές κουβέντες και, τιρρήσεις μας πήρε και τους τρεις, εμένα, το φίλο μου και τη γραμματέα του. Κάλεσε και την σύζυγό του κ. Ουρανία ( τη γνώριζα και εγώ από τη Ρόδο) και μας πήγε σε ένα κοντινό εκεί εστιατόριο στο οποίο του «σκασμού» μας τάισε και αν το μπορούσε ιδιαίτερα εμένα, και του πουλιού το γάλα θα με πότιζε!

Κατά τη διαδρομή μας για Καβάλα με το φίλο μου συνεχώς για το Σκορδέλη μιλούσαμε, ενώ εγώ και νοερά στη Ρόδο πέταγα.

Θυμόμουνα την υποδοχή που οι Δωδεκανήσιοι μας έκαναν και σε κάθε νησί όταν το Αρματαγωγό «¨ΧΙΟΣ» περνώντας άφηνε δύναμη ανδρών!

Θυμόμουνα τη μέρα απελευθέρωσης (31 Μαρτίου 1947) που ο χαρισματικός και αλησμόνητος πατριώτηςΔήμαρχος Ρόδου Γαβριήλ Χαρίτος την ώρα που η Σημαία μας ανέβαινε στον Ιστό της εκείνος γονάτισε κλαίγοντας για να τον ακολουθήσουν χιλιάδες Ρόδιοι!

Θυμόμουνα τους καλούς μου συναδέλφους ιδιαίτερα τους τροχονόμους όπως και τους καλούς μου καθηγητές και συμμαθητές στο Νυκτερινό!

Και ακόμη θυμόμουνα (άλλωστε αυτούς ποτέ δεν τους ξέχασα) τους υπέροχους κατοίκους της Ρόδου ανάμεσα στους οποίους για 18 χρόνια έζησα με λίγες χρονικές υπηρεσιακές απουσίες μου άλλα και τότε νοερά ανάμεσα στους Ροδίτες βρισκόμουνα!

Το ίδιο μου έλεγε και ο Σκορδέλης, στη Θεσσαλονίκη χρόνια κατοικούσε και το μυαλό του στη Ρόδο στριφογύριζε!

Τη Ρόδο και όποιος από εκεί ξένος πέρασε ή περάσει βέβαιο είναι ότι ποτέ δεν θα την ξεχάσει όπως ο κάθε επισκέπτης δεν ξεχνά τις ομορφιές του Βόλου και του Βουνού των Κενταύρων που με αδηφάγο και αχόρταγο μάτι παντού κοιτά και τις όποιες ομορφιές αντικρίζει στη μνήμη του τοποθετεί!

Σεβαστέ μου Αστυνόμε Νίκο Σκορδέλη παρασύρθηκα και στη γραφή μου πολλούς ανακάτεψα όμως εδώ- μια που περισσότερο για σένα λόγος έγινε- θέλω να σου πω ότι ποτέ δεν ξέχασα τον καλό μου στη Ρόδο πρώτο Διοικητή μου εσένα Στρατηγέ και για όσο ζω θα σε ευγνωμονώ επειδή, παρά τους αυστηρούς κανονισμούς, λύσεις εύρισκες και προστάτης των υφισταμένων σου γινόσουν!

Στη Θεσσαλονίκη σου είχα πει ότι με εκείνο το πατρικό σου ενδιαφέρον είχες γίνει η αιτία (παρά τις όποιες υπηρεσιακές δυσκολίες που και εγώ περνούσα) να αγαπώ τη Χωροφυλακή ως δεύτερη οικογένειά μου και αυτή μου την αγάπη τη συνεχίζω μέχρι σήμερα όχι μόνο για τη Χωροφυλακή αλλά και για την Ελληνική Αστυνομία που την διαδέχτηκε!

ΣΕΒΑΣΤΕ ΣΤΡΑΤΗΓΕ ΝΙΚΟ ΣΚΟΡΔΕΛΗ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΟΥ ΕΥΧΟΜΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου