ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ενας χρόνος χωρίς τον Στρατηγό Βασίλη Κιό (Το Οραμα του Εγγονού)

ενας-χρόνος-χωρίς-τον-στρατηγό-βασίλη-370940

Του Θωμά Στραβέλη

συγγραφέα – πανεπιστημιακού,

Αφηγητής: Η μνήμη δυναμώνει μες στο φως κι ανοίγει τα μάτια της στον ήλιο. Τελικά, δεν είναι θαμμένος μες τη γη ο αγαπημένος μας νεκρός. Στην τρεχαντήρα μας ψυχή βρίσκεται – συνταξιδιώτες προχωράμε.

Παππούς: Κράτα καλά στο φουρτουνιασμένο πέλαγος την ψυχή. Ζήσε, εγγονέ, να ζω μαζί σου κι εγώ, τραγούδα για να τραγουδήσω. Γιατί, θαρρείς, σ’ έπλασα, εγγονέ, με το δικό μου σπλάχνο; Για να τελειώσεις ό,τι άρχισα εγώ – μια απ’ τις μάνες ρίζες μες στη γη, κι εσύ ο σγουρός ανθός μου. Καλώς σε βρήκα, εγγονέ, πάνω στη γη, με τα ζεστά χεράκια σου! Καλώς κι εσύ με βρίσκεις. Κι αν μου σαπίσαν μένα τα νεφρά, μεγάλος είν’ ο κόσμος: χώμα πολύ, νερό τρεχούμενο, κορμιά θα πλάσει νέα, κι ο ήλιος πολύς για να στεγνώσουνε, κι αγέρας για να φύγουν. Εμπρός, μη χολοσκάς, εγγόνι μου, κι όλα θα πάνε πρίμα! Εγώ σε πελάγου γης εμόχθησα, πόνεσα και χάρηκα. Όμως, πολύ λαχτάρισα να γίνω αθάνατος στο μαύρο χώμα, μα κόπηκε η δύναμή μου, αλλά δεν τα παρατώ. Σηκώνω δυο μεσόστρατα ψηλές κολόνες σημαδούρες – να δεις την άκρη που έφτασα, εγγονέ, να πας εσύ πιο πέρα. Σαν άθλος απομένει, ο πιο στερνός, γονάτισε και ρίξε!

Εγγονός: Παππού, χαρά μεγάλη είναι και την πρόσμενα, βλέπω να λάμπει στο κορμί σου! Εσύ, παππού, αξίωσες στην κορυφή τής αρετής να φτάσεις. Και απ’ την κορυφή, νέους δρόμους μου δείχνεις να πάρω, σε νέους αγώνες με ξεπροβοδάς. Γενάρχη τής ελπίδας, δώσε μου την ευχή σου, ομολόγησέ μου ποιος πρέπει να είναι ο άθλος μου.

Παππούς: Αχ, δεν μπορώ, εγγονέ, τον άθλο σου, καλά να ξεχωρίσω. Στα σκοτεινά τον ανεμίζομαι, χωρίς μιλιά, να λάμπει. Πότε μου φαίνεται Θεός γλυκός, πότε θεριό βαρβάτο και πότε γριά, χιλιόχρονη καρδιά στο χνουδωτό σκοτάδι. Αχ, νά’ ταν και να μ’ έπαιρνες, εγγόνι μου, μαζί σαν δυο συνοδοιπόροι να πηγαίναμε προς το φως. Καλά κατέχεις το πόσο σ’ αγαπώ, μα δεν αρκεί με αγάπη, την κακοτράχαλή μας τούτη γη να τηνε κυβερνούμε. Ω πείσμα ιερό, μεγαλοδύναμο του ανθρώπου, γροθιά σφιχτή χρειαζόμαστε, εγγονέ, τη ζύμη τη βαριά τής σάρκας μας, ανέσπλαχνα να τη μαλάξουμε και να την κάνουμε πνεύμα!

Αφηγητής: Αυτά είπε ο παππούς και χύθηκε στην αγκαλιά τού εγγονού με λαχτάρα. Κι ο εγγονός βουβά τον ίσκιο αγκάλιαζε και χάϊδευε την πάχνη, ακούγοντας μέσα του τα σωθικά να τρίζουν, να γεμίζουν. Σέρνει φωνή, πηδάει, τα δυο κορμιά σμίξαν και γίναν ένα. Τινάχτηκε απ’ τον ύπνο ο παππούς! Ο ήλιος είχε ανεβεί πια δυο κοντάρια στον ουρανό κι είχε μερώσει ο κόσμος. Κατασκορπίσαν τα φαντάσματα, σφάλιξαν πάλι οι πόρτες και σαν ρουφήχτρα η λάμνια η μνήμη βούλιαξε μες στα λαγόνια! Μα ο αγαπημένος εγγονός σηκώνει τα χέρια του στον παππού, σαν πως σηκώνουμε μπρος στη φωτιά τις παλάμες μας, που τρέμουν.

Εγγονός: Σκύβω, σπιθόπετρα ψηλή τού νου, και σε ακριβοχαιρετώ! Παππού μου, εσύ, το χαμηλό μου μέτωπο το σήκωσες στον ήλιο και στέριωσες βαθιά στα πόδια μου, σα σπίτι μου, το χώμα. Στα δέκα μου δάχτυλα άναψες εσύ το βλέφαρο της φλόγας, κι όλοι, θεοί και ζώα, σταθήκανε με σεβασμό ολόγυρά μου. Σκύβω, λοιπόν, και προσκυνώ τη χάρη σου, γενάρχη πάντα της ελπίδας! Αυλάκωσες τη γη με το υνί και μ’ έμαθες ν’ απλώνω το σιτάρι σαν κορμί και υπομονετικά να προσδοκώ τα στάχυα. Και την αφτέρουγη βαριά καρδιά, τη λασπωμένη κάμπια, τη γέμισες ελπίδες και φτερά και πάει κατά τον ήλιο. Με την ευχή σου, παππούλη μου, κίνησα κι εγώ, κρατώντας ψηλά σαν τη φτερούγα τον άδικο ζυγό τής μοίρας και δε φοβούμαι πια τα αστραπόβροντα, τον ουρανό πια δεν τον τρέμω. Γιατί εγώ περπατώ στη γη κι εσύ με κρατάς από το χέρι. Τον μέγα άθλο τον στερνό θέλω να εμπιστευτείς στους ώμους μου. Μα η αδάμαστη καρδιά δεν υπακούει και με κάνει να σιγανοπαραμιλώ.

Παππούς: Δεν λύτρωσα, δεν φώτισα τη γη, χάθηκε η ζωή μου! Ούτε τους άνομους κατάλυσα, γι αυτό κι ανάμεσα ουρανού και γης, σαν ένας μετεωρισμός κρεμιούμαι.

Εγγονός: Ψυχανεμίζομαι τον πόνο σου, παππούλη μου, τον παίρνω επάνω μου όλο. Κατέχω αυτό πού’ ναι άδικο κι επιθυμώ, σου το υπόσχομαι, να το πολεμήσω. «Πολέμα», κράζει ο νους μου, «μα μη διαβείς τα σύνορα του ανθρώπου». Παππούλη μου, πες μου το λόγο το στερνό, δώσε μου την ευχή σου!

Παππούς: Πέρα απ’ τη φλόγα κι απ’ το φως, πιο πέρα κι απ’ το χάρο, στερνός αγώνας, πολύ δύσκολος, να φτάσεις στην πιο ψηλή γλυκιά κορφή, την καλοσύνη. Εγγονέ μου, δεν αργεί νά’ ρθει ο καιρός, να ξεπεράσεις την ανάγκη. Συμφιλιώσου με τα δέντρα, με τα ζώα, συμπόνα τους ανθρώπους. Όλα, παιδί μου, με του σπλάχνου μου το χώμα είναι ζυμωμένα. Πόνος πολύς, χαρά αξεδιάλυτη κι όνειρα και λαχτάρες μού τρώνε τα σωθικά. Θάμπωσε ο νους μου, εσένα περιμένοντας κι αγαπώντας. Σέβας στον άνθρωπο, εγγονέ μου, που μπορεί και ξεκορμάει και από το ζώο ξεφεύγει. Κι όλα με υπομονή, με απελπισία, με αγάπη, να τα κάνεις ανθούς.

Αφηγητής: Ξημέρωσε, χαμογελάει ο Θεός σαν ήλιος.

Παππούς κι εγγονός με μια φωνή: Θεμέλια, σήμερα, θα ρίξουμε στο κάστρο τού Θεού μας. Πάνε τα περασμένα, κύλισαν, νεκροφιλήσετέ τα. Καινούργια γη, σιδεροκέφαλη, φυτεύουμε, αδέρφια. Ήλιε, την ώρα τούτη πρόβαλε και δώσε στην ψυχή μας, δώσε στον σκούληκα που σέρνετε, να βγάλει ορθές φτερούγες. Ε καπετάν Βοριά, μη λυσσομανάς τόσο, άκουσέ μας! Στάρια κι αρνιά παχιά κουβάλα μας κι άσπρες γενιές ανθρώπων. Στείλε μας κατ χελιδόνια σου με τ’ άνθη στο ραμφί τους. Όπου ο Θεός, εκεί η πατρίδα μας, κι όλη η γη δική μας! Κι εσύ, Νοτιά, με το χνουδάτο σου το μάγουλο, λεβέντη, φέρε τα σύννεφα και τις βροχές και τους σοφούς ανθρώπους. Όσο για σένα, Ανατολή, με το χρυσό αυγό σου, που ξεπουλάς τη μέρα, και σε σένα Δύση μας, με τα χρυσά κλειδιά σου, ανοίγεις και μπαίνει η νύχτα, νά’ στε, λοιπόν, πάντα στο πλευρό μας.

Παππούς: Θέλω να πω και τούτα τα στερνά λόγια, εγγονέ μου. Αντρίκεια κράτα τα στενά, που σου μπιστεύτηκαν στη μάχη. Σε συμβουλεύω να μάθεις να υπακούς. Ελεύθερη ψυχή λογαριάζεται μόνο αυτή, που ακολουθεί πιστά και χαίρεται τον ανώτερο σκοπό της. Ποιος είναι ο δρόμος σου; Η πιο τραχιά κι ατέλειωτη ανηφόρα. Να λες: Ολόκληρη τη γη εγώ μονάχος θα τη σώσω. Πού πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Να μη ρωτάς, πολέμα! Θύελλα και ορμή εμπρός σου… Ο Θεός δημιούργησε τη φύση και τον άνθρωπο, εν ονόματι της ευτυχίας, ακόμα κι αν αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σ’ όλη της την πληρότητα. Να μη ρωτάς, λοιπόν, πολέμα! Ιδού, η έξαρση της ψυχής προς το φως! Γίνε, εγγονέ μου, η Αυγή, γίνε το Φως! Το σκοτάδι πρέπει να διαλυθεί… Η ζωή μας είναι, ταυτόχρονα,αποκάλυψη και απόκρυψη, αλήθεια και πλάνη. Σύγχυση και σκοτάδι αποτελούν την πρωταρχική ουσία τής Αλήθειας, που αποκαλύπτεται ως Ελευθερία…

Εγγονός και αφηγητής: Κάθε πρωί που ξυπνώ, παππούλη μου, σ’ αγαπώ, σου το λέω αληθινά πως σ’ αγαπώ, και κάθε βράδυ που πηγαίνω να κοιμηθώ, σ’ αγαπώ ακόμα περισσότερο. Θέλω, τώρα, να σ’ ευχαριστήσω για όλα τα δώρα σου, για όλα τα λόγια σου τα καλά. Θα θυμάμαι πάντα το μεγάλο μυστικό, που μου είπες κρυφά στ’ αφτί μου. Μου είπες: «Δεν είναι μόνο οι πράξεις, είναι και η θέληση, απ’ όπου διακρίνεται ο καλός άνθρωπος απ’ τον κακό. Και όταν η θέληση είναι ελεύθερη, η ψυχή, τότε, είναι δυνατή και ωραία. Ο σπόρος τής θεϊκής δύναμης βρίσκεται μέσα μας. Εμείς είμαστε οι Θεοί, οι Ραψωδοί, οι Άγιοι, οι Ήρωες, φτάνει να το θελήσουμε». Εγώ, παππούλη μου, θέλω να είμαι λίγο απ’ όλα αυτά. Ένα βράδυ, στ’ όνειρό μου, θυμάμαι πως μου πρόσθεσες ακόμα πως η θέληση, χωρίς δύναμη, μοιάζει με τα παιδιά, που παίζουν τους στρατιώτες. Εγώ, παππούλη μου, δεν παίζω τους στρατιώτες. Είμαι ο στρατιώτης! Στρατευμένος στο μυστικό τής ύπαρξης, στρατευμένος στη ΘΕΛΗΣΗ, προχωρώ… Θα σωθεί η Ελπίδα στον κόσμο, γιατί το ΘΕΛΩ, όπως το ΗΘΕΛΕΣ κι εσύ, παππούλη μου! Γιατί το ΘΕΛΟΥΝ όλοι οι φίλοι μου, με τους οποίους δεν παίζουμε πια τους στρατιώτες, αλλά είμαστε οι αληθινοί στρατιώτες τής θέλησης και της ζωής. Στρατιώτες τού φωτός!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου