ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η «άλλη» Τουρκία του Ερντογάν

η-άλλη-τουρκία-του-ερντογάν-277298

Της Ελενας Αντωνοπούλου

Την τελευταία εβδομάδα για πολλοστή φορά από το 2018, η «κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας», η «πτώση του Ερντογάν» και τα διαχρονικά σενάρια περί… διαμελισμού της γείτονος χώρας γέμισαν τις σελίδες των εφημερίδων και των διαφόρων κοινωνικών δικτύων.

Παρότι αντιμετωπίζουν διαδοχικές και πολυεπίπεδες κρίσεις την τελευταία δεκαετία, με τη νομισματική να είναι η πλέον σοβαρή σε εξέλιξη, η Τουρκία και ο Ερντογάν έχουν αποδειχθεί πολύ πιο ανθεκτικοί από το αναμενόμενο. Η Τουρκία των τελευταίων 20 χρόνων είναι μια «άλλη» χώρα σε σχέση με πριν από 30 ή 40 χρόνια, εμφανίζοντας συγκριτική ανάπτυξη και σταθερότητα σαφώς εντονότερη και μεγαλύτερης διάρκειας από την προ-Ερντογάν εποχή.

Η εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας του 2021 δεν είναι σε καμία περίπτωση ταυτόσημη με εκείνη του 2002, όταν και ανέλαβε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως πρωθυπουργός, αλλά ούτε και η γεωπολιτική πραγματικότητα του 2021 μοιάζει με την συγκυρία του 2002.

Η σταδιακή μετατόπιση ενδιαφέροντος των ΗΠΑ από την περιοχή έχει προξενήσει ρευστότητα και συνάμα μία τεράστια διπλωματική κινητικότητα ανάμεσα στις χώρες της ευρύτερης περιοχής, που ευνοεί την πολυδιάστατη διπλωματία της Τουρκίας και την ιδιαίτερη προϊστορία της.

Όπως γράφει ο καθηγητής κ. Βαμβακάς και Διευθυντής του Ινστιτούτου Μελετών Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία ως «κληρονόμος» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει «ιδιοποιηθεί» όχι μόνον τη δυσμενή ιστορία, αλλά και τις αλυτρωτικές βλέψεις της. Οι συγκριτικές αναλύσεις για την κατάσταση στην Τουρκία και τον Ερντογάν θα πρέπει να λάβουν υπόψη όχι μόνον τις παραπάνω επισημάνσεις, αλλά και το ορόσημο του Νοέμβριου του 2002, όταν το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) ανήλθε στην εξουσία.

Η Τουρκία του 2021 έχει ένα ανατρεπτικό και αναθεωρητικό όραμα για την ευρύτερη περιοχή, να γίνει ο ρυθμιστής της, όραμα που βασίζεται στην αντίληψή της ως ανερχόμενης δύναμης στην Ευρασία και ισοδύναμης των μεγάλων δυνάμεων. Θεωρεί επίσης ότι η περιοχή επιρροής της εκτείνεται από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και από το Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία μέχρι τα Δυτικά Βαλκάνια, και με παρουσία στην υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική.

Η Τουρκία σήμερα είναι μια χώρα με βλέψεις που έχουν καλλιεργηθεί και προωθηθεί από διάφορες εσωτερικές δυνάμεις, αλλά κατά καιρούς έχουν αποτραπεί από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες.

Για πρώτη φορά από τα τέλη του 18ου αιώνα η Τουρκία του Ερντογάν αισθάνεται ότι οι παγκόσμιες συγκυρίες είναι με το μέρος της, αλλά και για πρώτη φορά βρίσκεται «απεγκλωβισμένη», αλλά και συνάμα δίχως τις «εγγυήσεις» από την ιδεολογική και γεωπολιτική επιρροή των Ευρωπαίων και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της θητείας του Ερντογάν, ιδιαίτερα μέσα στα πλαίσια του ανερχόμενου πολιτικού Ισλάμ και τις συρράξεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, η Τουρκία του ΑΚP ήταν το μοντέλο της «Ισλαμικής Δημοκρατίας» που εν τέλει αποδείχθηκε «όνειρο θερινής νυκτός» και ανεκπλήρωτος πόθος των υποστηρικτών του μοντέλου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο κι εν μέσω της «ευφορίας» της εποχής, οι δημοκρατικοί θεσμοί θα αντικαθιστούσαν την κοινωνική και πολιτική δυναμική των παραδοσιακών και θρησκευτικών δυνάμεων στην κοινωνία και θα οδηγούσαν στην άνοδο του ατομισμού και της ισότητας προς την αγορά.

Τόσο η άνοδος του Σαρκοζί στην Γαλλία όσο και της Μέρκελ στην Γερμανία λειτούργησαν σαν ένα είδος «φραγμού» προς τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας αλλά και τον «εξευρωπαϊσμό» της.

Η πρόθεση του Ερντογάν ήταν να χρησιμοποιήσει, εργαλειακά, τους θεσμούς της Δύσης και να μην συγκρουστεί ανοιχτά, έπειτα από την εμπειρία του Ερμπακάν το 1997 και τη δική του. Η Αντίδραση Μέρκελ και Σαρκοζί τον βόλευε.

Αυτή η άρνηση των Ευρωπαίων για πραγματική προοπτική ένταξης της Τουρκίας θα θεωρηθεί ως μία αφορμή για ιστορική «στροφή» για τη χώρα διότι ώθησε ακόμα περισσότερο την κυβέρνηση Ερντογάν προς την κατεύθυνση μιας ισλαμικής εθνικιστικής.

Η Τουρκία της δεύτερης δεκαετίας του 21ου πρώτου αιώνα έχει απελευθερωθεί από τις ιδεολογικές δεσμεύσεις του κεμαλικού οράματος, της δημιουργίας μιας δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας στα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η μη αποδοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 2009 και το πραξικόπημα του 2016, πίσω από το οποίο η Τουρκία και ο Ερντογάν βλέπουν τις ΗΠΑ, έχει αποδεσμεύσει την Άγκυρα έναντι της Ευρωατλαντικής συμμαχίας, και την έχει σπρώξει στο να αναζητεί και να διεκδικεί «αυτόνομα» και «ισότιμα» στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιρροή και παρουσία.

Μια από τις επιπτώσεις αυτής της στροφής για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είναι ότι έχει επιδράσεις και επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική και ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων.

Οι περισσότερες αναλύσεις γύρω από την πολιτική πραγματικότητα στην Τουρκία, συνεχίζουν να έχουν ως λανθασμένη αφετηρία την αξιολόγηση ότι η Τουρκία είναι μια χώρα μέσα στη δυτική συμμαχία η οποία θέλει την ευμένεια των συμμάχων της, ενώ οδεύει προς την ολοκλήρωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Η Τουρκία όμως έχει αλλάξει κατεύθυνση, αφού ακόμη και τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ερντογάν, η κυβέρνησή της χρησιμοποίησε θεσμούς όπως το ΔΝΤ ή το τουρκικό Κοινοβούλιο ως μοχλούς πίεσης για να αναδείξει την ανεξαρτησία της.

Η έξοδος της Τουρκίας από το πρόγραμμα του ΔΝΤ το 2008, καθώς και η χρήση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με την ψηφοφορία στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση για το εάν θα επιτρεπόταν η εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών από το Βορρά στο Ιράκ το 2003, ήταν μία επίδειξη ανεξαρτησίας έναντι των θεσμών της Δύσης.

Η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται από τη φαινομενική «έξοδο» των Ηνωμένων Πολιτειών από την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, τη μειωμένη επήρεια της Ρωσίας, τη διάσπαση του αραβικού κόσμου, τον λήθαργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ενεργή είσοδο της Κίνας στην Κεντρική Ασία και την αναδυόμενη παρουσία της στην Μεσόγειο. Η Τουρκία είναι μια από τις λίγες χώρες στην περιοχή οι οποίες έχουν την δυνατότητα να αναπτύξουν αυτόνομη στρατηγική βάθους, η οποία της δίνει την δυνατότητα να παραμένει ανθεκτική και διαχρονικά ευέλικτη, παρά τις άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σοβαρές κρίσεις που την ταλανίζουν στο εσωτερικό της. Η Τουρκία συνήθως δεν παίζει δυαδικά, αλλά στο πλαίσιο εμφωλευμένων παιγνίων (nested games), με γεωπολιτική στρατηγική προοπτική, με τον εσωτερικό παράγοντα, πάντα σε δεύτερη μοίρα.

Η αντίληψη ότι η Τουρκία θα μετριάσει τις επιλογές της στην εξωτερική πολιτική λόγω των εσωτερικών πιέσεων είναι λανθασμένη.

Η Τουρκία του Ερντογάν είναι μια διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν χώρα, αλλά και πολύ προβλέψιμη σε βάθος χρόνου και γεωπολιτικής.

Και ερχόμαστε στο κομμάτι της οικονομίας:

Όσο ο τούρκος πρόεδρος διαμηνύει πως θα συνεχίσει ακάθεκτος την οικονομική πολιτική που επιλέγει η λίρα εξακολουθεί να δέχεται νέα χτυπήματα καθημερινά.

Η συναλλαγματική ισοτιμία τουρκικής λίρας-δολαρίου βρίσκεται πλέον στο 1:13, με το τουρκικό εθνικό νόμισμα να έχει απωλέσει 2,7% της αξίας της έναντι του αμερικανικού νομίσματος αναφοράς. Παράλληλα συνεχίζει και η κατρακύλα της λίρας έναντι του ευρώ με 3,55% και σχέση σχεδόν 1:15. Ουσιαστικά εδώ και δυο μήνες σχεδόν μέρα πάρα μέρα η τουρκική λίρας καταγράφει νέο αρνητικό ρεκόρ εξανεμίζοντας το εισόδημα του μέσου τούρκου πολίτη.

Από την συζήτηση που έκαναν οι εξαγωγείς της χώρας το 2008 διαμαρτυρόμενοι ότι η σκληρή τότε λίρα πλησίαζε τη σχέση 1:1 προς το δολάριο, μέσα σε 13 χρόνια τα πράγματα έφτασαν στον αντίποδα με την λίρα να κατακρημνίζεται ανεξέλεγκτα.

Υποτίμηση 152% σε μια τριετία

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η λίρα για την οποία μιλάμε σήμερα είχε άλλα 6 μηδενικά που διαγράφηκαν. Στις 21 Φεβρουαρίου του 2001 ένα δολάριο ισοδυναμούσε με 1.200.000 λίρες Τουρκίας.

Με τις πολιτικές εξελίξεις και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το τουρκικό νόμισμα ξεκίνησε την κατηφόρα το 2013. Τα τελευταία 3 χρόνια έχει υποστεί μείωση κατά 152%.

Η επιμονή του προέδρου Ερντογάν σε επιθετική μείωση του επιτοκίου δείχνει πως οι πιέσεις στην λίρα θα συνεχιστούν και δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ακόμη και μια ικανοποιητική αύξηση του βασικού μισθού που έχει χάσει την αγοραστική του δύναμη, θα εγγυηθεί στον Ερντογάν νίκη στις εκλογές του 2023.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου