ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Διαμεσολάβηση και ιατρική ευθύνη

διαμεσολάβηση-και-ιατρική-ευθύνη-268244

Της Στέλλας Γ. Χαραλαμπίδου,

Δικηγόρου παρ΄ Αρείω Πάγω, Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας

email: [email protected]

Ο νεοεισαχθείς θεσμός της Διαμεσολάβησης ως εναλλακτική μορφή επίλυσης των διαφορών, αποτελεί έναν ελκυστικό τρόπο προσέγγισης και διευθέτησης πολλών ιδιωτικών διενέξεων. Στον χώρο της ιατρικής και στις διαφορές που δημιουργούνται μεταξύ ιατρών – ιδιωτικών κλινικών και ασθενών, έχει τη δυναμική να προσφέρει πολλά οφέλη σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Αν ληφθεί υπόψη ότι στην Ελλάδα, τόσο οι δίκες αστικής ιατρικής ευθύνης, όσο και οι επιδικαζόμενες αποζημιώσεις σε ασθενείς που υπέστησαν βλάβη στην υγεία τους ή σε συγγενείς ασθενών που έχασαν τη ζωή τους από ιατρικό σφάλμα ή από παραλείψεις ιατρών αυξάνονται σημαντικά, τότε η αναγκαιότητα εναλλακτικής επίλυσης των διενέξεων καθίσταται επιβεβλημένη.

Με δεδομένο ότι οι συνέπειες ενός ιατρικού σφάλματος δεν εντοπίζονται μόνο στην οικονομική πτυχή, η οποία σαφώς και δεν είναι αμελητέα, αλλά έχουν και κοινωνικοηθικό αντίκτυπο στην επαγγελματική και προσωπική ζωή ιατρού και ασθενούς, αλλά και με δεδομένο ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο και κοστοβόρο, η ιατρική διαμεσολάβηση δύναται να διευθετήσει την αντιδικία γρήγορα, ευέλικτα και βιώσιμα.

Η όλη διαδικασία διαπνέεται από τις αρχές της εχεμύθειας και της εμπιστοσύνη, που διασφαλίζουν το απόρρητο τόσο της προσφυγής στη διαμεσολάβηση όσο και στα όσα διαμείβονται σε αυτήν, αλλά και όσων αποτυπωθούν εντέλει στο συμφωνητικό που τυχόν θα επιτευχθεί. Περαιτέρω, καθώς η διαμεσολάβηση έχει εκούσιο χαρακτήρα, τα προσφεύγοντα σε αυτήν μέρη, ιατρός και ασθενής, δύνανται οποτεδήποτε να αποχωρήσουν από αυτήν, χωρίς να χάσουν οποιοδήποτε δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια, και χωρίς τον κίνδυνο αυτά που έχουν διαμειφθεί στην όλη διαδικασία να χρησιμοποιηθούν στην δικαστική αντιπαράθεση. Άλλωστε, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται κατά τη διαδικασία στο διαμεσολαβητή παραμένουν εμπιστευτικές και απόρρητες, δεν κοινοποιούνται στο άλλο μέρος, παρά μόνον άμα το ζητήσει το ίδιο, ενώ δεν μπορεί ο διαμεσολαβητής να εξεταστεί ως μάρτυρας σε τυχόν δικαστική αντιπαράθεση σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί με επιτυχία η διαμεσολάβηση.

Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η βασική αιτία από την οποία προκύπτει η διαφορά είναι η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ ασθενή και ιατρού. Με τη συνδρομή λοιπόν του διαμεσολαβητή ανοίγει δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών και δίνεται η δυνατότητα στις δύο πλευρές να προσδιορίσουν όχι μόνο τις οικονομικές τους επιδιώξεις, αλλά και να σταθμίσουν τα πραγματικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις. Συνήθως ο ασθενής είναι συναισθηματικά φορτισμένος και δυσαρεστημένος όχι μόνο από το ιατρικό σφάλμα, αυτό καθ’ αυτό, αλλά από την ποιότητα και την ποσότητα των εξηγήσεων που του έχουν δοθεί, καθώς και από την απουσία ευαισθησίας και έλλειψη συμπαράστασης εκ μέρους του ιατρού.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου