ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

H πολιτική του Ιωάννη Κωλέττη (1774-1877)

h-πολιτική-του-ιωάννη-κωλέττη-1774-1877-256586

Του Νίκου Τσεκούρα, συν/χου δασκάλου

Φίλοι μου αναγνώστες, το σημερινό μου δημοσίευμα έχει σχέση με την άσκοπη κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος. Δεν ντρέπομαι ν’ αναφέρω ότι προπολεμικά ο πρόεδρος του χωριού μου, με τα λίγα κολλυβογράμματα που ήξερε, όταν έκανε στην Κοινότητα κανένα μικρό έργο, λ.χ. ένα (μικρό γεφύρι), έκανε κρυφή συμφωνία με τον εργολάβο και έπαιρνε και αυτός το μερτικό του.

Μα και σήμερα, ακόμη, μερικοί υπεύθυνοι υπουργοί για την κατασκευή δημοσίων έργων, με μυστική συμφωνία που κάνουνε με τον υπεύθυνο μηχανικό που αναλαμβάνει ένα έργο, παίρνουν ως μεσιτεία, τη μερίδα του λέοντος.

Η κλεψιά, αγαπητοί μου αναγνώστες, γινότανε και στα μεταπολεμικά χρόνια από τους πολιτικούς μας, που ήταν αρμόδιοι για την κατασκευή δημοσίων έργων.

Ενδεικτικά σας αναφέρω ότι στις 7 Αυγούστου 1844, ο πολιτικός ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ, που είχε σχηματίσει κυβέρνηση, κατασπαταλούσε τα χρήματα του δημοσίου και εξαγόραζε συνειδήσεις από ανθρώπους του σχοινιού και του παλουκιού, για να έχει πολλούς ψηφοφόρους και έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.

Γεννήθηκε στο χωριό Συρράκο των Ιωαννίνων, από γονείς αστούς. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, πήγε στην πόλη Πίζα της Ιταλίας και σπούδασε γιατρός. Όταν γύρισε στα Γιάννενα, σε ηλικία είκοσι ενός χρόνων, ασκούσε το επάγγελμά του αφιλοκερδώς όχι μόνον στους συμπολίτες του αλλά και τους φτωχούς πολίτες από τα γύρω χωριά των Ιωαννίνων.

Επειδή ήταν άριστος γιατρός, προσλήφθηκε στην αυλή του Αλή – Πασά, στην οικογενειακή αποκλειστική υπηρεσία του δευτερότοκου γιου του, το Μουχτάρ. Στην υπηρεσία του Μουχτάρ, ο Κωλέττης έμεινε μέχρι τον Μάρτιο του 1821, οπότε δραπέτευσε για το Μεσολόγγι, λόγω των κρυφών ερωτικών του περιπετειών που είχε με την πανέμορφη παλλακίδα Βασιλική.

Στο Μεσολόγγι είχε μυηθεί με τα τεκταινόμενα της Φιλικής Εταιρείας και αργότερα πολιτεύτηκε. Προσθέτω δε ότι διετέλεσε και δύο φορές Πρωθυπουργός (1844-1847). Και για να πετύχει το σκοπό του, είχε ως όπλα: «ΤΟ ΨΕΜΑ, ΤΟΝ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ».

Στις 7 Αυγούστου το 1844, ο Κωλέττης σχημάτισε Κυβέρνηση και σε προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό έγραψε και τούτα: «Αποστρεφόμαστε από την αποκλειστικότητα. Το σύνθημά μας είναι η δικαιοσύνη, η αμεροληψία και η θρησκευτική εφαρμογή του πολύτιμου Συντάγματός μας. Η βράβευση της αρετής και η καταδίωξη της κακίας. Θα σταθούμε μακριά από κάθε επέμβαση στις εκλογές».

Ούτε Σύνταγμα, όμως, ούτε νόμους, ούτε δικαιώματα του λαού σεβάστηκε. Τα ποδοπάτησε όλα για να πετύχει το σκοπό του. Ενώ προεκλογικά είχε υποσχεθεί μακριά από κάθε επέμβαση στις εκλογές, κατά τη διάρκεια όμως των εκλογών, ο ίδιος έλεγε: «O πολιτικός αν θέλει αίσια έκβαση των σκοπών του, πρέπει να προσλαμβάνει και τη συμμαχία του ψεύδους, αγαπητοί μου αναγνώστες».

Τρεις μήνες κράτησαν οι εκλογές, στις οποίες η βία, η νοθεία και η πολιτική ανηθικότητα καταπάτησαν κάθε έννοια του Κοινοβουλευτισμού. Για τρεις μήνες δεινοπάθησε η χώρα μας, λες και βρισκότανε σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου.

Το ρουσφέτι ήταν για τον Κωλέττη το πρώτο και το καλύτερο άρθρο του πολιτικού του προγράμματος. Κατασπαταλώντας τα χρήματα του δημοσίου, εξαγόραζε συνειδήσεις και οι διεφθαρμένοι ήταν τα στηρίγματά του. Μπράβοι, μαχαιροβγάλτες, λήσταρχοι, άνθρωποι του σχοινιού και του παλουκιού, κατακάθια και αποβράσματα της κοινωνίας ζούσαν αργόμισθοι, σωστά παράσιτα. Κι αυτούς τους τάιζε και τους ικανοποιούσε όλους. Έλεγε: «Πρέπει να φάνε όλοι οι ελληνάδες μου!»

Όταν τον κατάγγελλαν για κλεψιές και καταχρήσεις, απαντούσε: « Ε, μήπως τα κλέβουν οι ξένοι; Οι ελληνάδες μου! Άσ’ τους να λένε και να γράφουν ό,τι θέλουν. Αυτοί φωνάζουν γιατί δεν τρώνε».

Μα κάποτε έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Η οικονομία της χώρας κατρακύλησε. Δυστυχία και πείνα προμηνύονταν, αλλά και τότε ο πονηρός ο βλάχος, βρήκε τη λύση, και βούλωσε τα στόματα όλων. Πάσκιζε να έχει πάντα την πλειοψηφία στη βουλή. Μα και αν την έχανε δεν στεναχωριόταν και πολύ. Έπιανε την παλαβή. Κάποτε σ’ ένα νομοσχέδιο έχασε την πλειοψηφία και η αντιπολίτευση φώναζε: «Δε σε θέλουμε, να παραιτηθείς!» Μα δεν ίδρωνε αυτουνού τ’ αυτί του, τους απαντούσε με κουτοπόνηρο χαμόγελο, «Αγαπητοί μου, σεις δε με θέλετε, εγώ όμως σας θέλω!» κι έμεινε.

Τους πολίτες τους έφερνε στα νερά του, όχι με αυστηρότητα, παρά με το ψέμα, την κολακεία και τις υποσχέσεις. Κι όταν στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα της εξουσίας, τους βουλευτές του τους περιφρονούσε. Κι αν κάποτε άνοιγαν το στόμα τους να του αντιτείνουν, τους απαντούσε: «Κύριοι, τι φωνάζετε; Τι θέλετε; Τι είστε; Είστε σεις βουλευτές του λαού; Ποιος σας εξέλεξε; Οι ψήφοι που πήρατε, δεν είναι ψήφοι των συμπολιτών σας, είναι ψήφοι που εγώ σας έδωσα με τη βία, την αυθαιρεσία, την παρανομία και την δολιότητα των υπαλλήλων μου. Σωπάστε, λοιπό, γιατί σας στέλνω από κει που ήρθατε κι όπως έφερα σας, μπορώ να φέρω άλλους όμοιους με σας κι χειρότερούς σας.

Άρπαξε στα στιβαρά του χέρια τη «Μεγάλη ιδέα» και την κρατούσε ψηλά κοιμίζοντας το λαό και διαλαλούσε κομπάζοντας: «Πρωτεύουσα μας θα κάμω την Πόλη (Κων/λη), θα κάμω την ελεύθερη Ελλάδα ηφαίστειο, που με την έκρηξη του, να τρέμει Ανατολή και Δύση!»

Από δω θα ξεκινήσουν οι πολεμιστές και θα καταλύσουμε το Οθωμανικό κράτος! Κι έτσι έβγαινε αβίαστα το συμπέρασμα. Για να πραγματοποιηθούν όμως όλα αυτά, χρειάζονται χρήματα και λιτότητα. Πληρώστε λοιπόν αγόγγυστα όσοι έχετε και όσοι δεν έχετε, σφίξτε τα ζωνάρια σας. Έτσι θα ησύχαζε κι από τις εσωτερικές αντιδράσεις, μονοπωλώντας τον πατριωτισμό. Άρα όταν κάποιος δε συμφωνούσε με το πρόγραμμά του, θεωρείτο εχθρός της (Μεγάλης ιδέας) και αντικωλεττικός και μη εθνικόφρονας. Και τότε γνώριζε την άλλη πλευρά του Κωλέττη.

Φίλοι αναγνώστες, πιστεύω ότι η σημερινή κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, ξεπέρασε και εκείνη την αλόγιστη του ΙΩΑΝΝΗ ΚΩΛΕΤΤΗ. Που την περίοδο εκείνη δεν είχε άλλο προηγούμενο. Και το περίεργο είναι, αν και σήμερα οι κλέφτες ανακαλύπτονται, δεν τιμωρούνται στο βαθμό που πρέπει.

Λέγεται ότι οι πολιτικοί μας πολλές φορές επεμβαίνουν στη δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη αναγκαστικά επιβάλλει στους κλέφτες πότε μικροτιμωρίες και τις περισσότερες, όμως, φορές τους απαλλάσσει πανηγυρικά.

Ερωτώ, φίλοι μου αναγνώστες, εμείς πότε θ’ απαλλαγούμε από τα απανωτά, πολυποίκιλα και δυσβάσταχτα χαράτσια; Το συμπέρασμα δικό σας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου