ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

500 Μαργαριτάρια στον Βυθό

500-μαργαριτάρια-στον-βυθό-196360

Tου Θωμά Στραβέλη,

συγγραφέα – πανεπιστημιακού

5ο

Από το λιμάνι τού Βόλου, μικρό παιδί σαν ήμουν, σκεφτόμουν και ονειρευόμουν τα θαλασσινά ταξίδια σαν πλατιές λεωφόρους εξερευνήσεων. Έβλεπα καράβια με ονόματα, που με παρακινούσαν σε μία ρομαντική και εξωτική φυγή – «Κύκνος», «Κλεοπάτρα», «Σεμίραμις», «Θεοδώρα», μεγάλα καράβια, που ξεκινούσαν από την προκυμαία, πάντοτε την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, στις εννιά ακριβώς, κι ακολουθούσαν την ίδια πορεία: Βόλος – Χαλκίδα – Πειραιάς, σαν να’ ταν δημόσιοι υπάλληλοι. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και οι καπετάνιοι, μεταμορφωμένοι σε χρονόμετρα. Ο δρόμος ήταν πάντα ίδιος. Τι τάχα αν ήταν σε μία ολόκληρη Μεσόγειο, στον Παγασητικό, τον Ευβοϊκό, το Αιγαίο ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία; Ο δρόμος είναι πάντα ίδιος και μας παγιδεύει… Είναι δύσκολο να τον αλλάξεις, γι αυτό καλό είναι να αρκεστείς στον δρόμο που πήρες, όταν το φεγγάρι, ανεβαίνοντας πάνω απ’ τα προϊστορικά ζοφώδη δάση και ξυπνώντας από το χάος την κοιμώμενη ζωή, χτυπάει τις χορδές τής καρδιάς σου και σε κάνει να ξεκινήσεις γι αυτό το ταξίδι τής ζωής, με τον φανταστικό λευκό «Κύκνο» των παιδικών σου χρόνων…

6ο

Τα παράθυρα του μικρού μας παράδεισου, κάποτε, κλείνουν. Κλείνει και η πόρτα του. Εμείς μένουμε απ’ έξω, αναπολώντας, νοσταλγικά, σαν νεορομαντικοί, το χαμένο βασίλειο της παιδικής μας αθωότητας – αυτόν τον μικρό παιδικό παράδεισο, που δεν έχει δρόμο επιστροφής. Η στενωπός, τώρα, ανοίγει σε μία θάλασσα, που γίνεται μαύρη, ατέλειωτη, φουρτουνιασμένη. Κάποτε, χωρίς ήλιο, χωρίς ψάρια και πουλιά, χωρίς ακτές, χωρίς πυθμένα. Το μόνο ασφαλές λιμάνι πια είναι η περιοχή τήςτέχνης, η ενασχόλησή μας μαζί της, εκεί όπου τα επικίνδυνα φαινόμενα και οι συγκινήσεις ελέγχονται και υποτάσσονται. Πλουτίζεις, λοιπόν, κι εσύ τη βιβλιοθήκη σου και πλουτίζεσαι απ’ αυτή, περιδιαβαίνοντας, άπληστος, τους λειμώνες τής τέχνης, και εξαναγκάζοντας τα τεχνητά άνθη των θερμοκηπίων της ν’ ανθίσουν… Ίσως είναι καλύτερα να προτιμάς, τώρα πια, τα τεχνητά άνθη κι όχι τα πραγματικά, γιατί τα πρώτα δεν βλασταίνουν, δεν βρωμίζουν από τη λάσπη, δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν ποτέ. Και, κυρίως, δεν σε πληγώνουν. Είναι «της Τέχνης τής πιστής δώρα πιστά».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου