Θεόδωρος Περράκης
Στου γηροκομείου την αυλή
πάνω σε ένα παγκάκι
κάθεται ολομόναχο
θλιμμένο γεροντάκι
Σκέφτεται όσα έκανε
Όλα αυτά τα χρόνια
Και βλέπει πως κατάντησε
Σ’ αυτήν την καταφρόνια
Ευτυχισμένοι ζούσανε
Η όμορφη γυναίκα του
Αυτός και τα παιδιά τους
Αυτός και η γυναίκα του
Δεν χόρταιναν δουλειά
Θέλανε τα παιδιά τους
Να ζήσουνε καλά
Γι’ αυτό και τα μορφώσανε
απ’ το υστέρημά τους
καμάρωναν που γίνονταν
σπουδαία τα παιδιά τους
Κουράγιο, βρε γυναίκα μου,
ώσπου να μεγαλώσουν
είναι παιδιά πολύ καλά
θα μας το ανταποδώσουν
Τα δυο παιδιά σπουδάσανε
Και στην Αμερική
Κάνανε οικογένεια
και μείνανε εκεί
από τη στεναχώρια τους
πριν κλείσει ένας χρόνος
πεθαίνει η γυναίκα του
και μένει ο γέρος μόνος
Ζήτησε απ’ το αγόρι του
να πάει ο καημένος
πατέρα πολλά μας έκανες
και σε ευχαριστούμε
μα είναι δύσκολα εδώ
Με γέροντες να ζούμε
Ο γέρος τους απάντησε
να χετε την ευχή μου
και εγώ θα βρω μια γωνιά
στο άλλο το παιδί μου
Μα όταν το ανάφερε
στην κόρη του μια ημέρα
εκείνη του απάντησε
δεν γίνεται πατέρα
σπίτι μεγάλο έχουμε
η κόρη καμαρώνει
μα όσα μέτρα μείνανε
τα κάναμε σαλόνι
Πόσο ο γέρος λαχταρά
να είναι με τα παιδιά του
να έχει τα εγγόνια του
επάνω στα γόνατά του
Αυτή η σκέψη η γλυκιά
Το γέρο αποκοιμίζει
Του ιδρύματος η ερημιά
όλο τον τριγυρίζει
Ο γέρος κοιμήθηκε
με πρόσωπο θλιμμένο
Την άλλη ημέρα το πρωί
τον βρήκαν πεθαμένο…