ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Απαγόρευση καπνίσματος: Ενα μικρό βήμα για τα περισσότερα κράτη, ένα τεράστιο άλμα για την Ελλάδα

απαγόρευση-καπνίσματος-ενα-μικρό-βήμ-152946

Του Γεωργίου Αντ. Μπουρτζή, Δικηγόρου Δ.Σ. Βόλου

Δεν είναι μυστικό ότι τα ποσοστά καπνίσματος στην Ελλάδα είναι μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη και στον κόσμο. Για την ακρίβεια, η χώρα μας επί του παρόντος βρίσκεται μέσα στην πρώτη δεκάδα των χωρών παγκοσμίως και στην πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ποσοστό 39,10 % του πληθυσμού να καπνίζει. Φαίνεται, επίσης να υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των φύλων στην χρήση καπνού, καθώς πολύ περισσότεροι άνδρες είναι καπνιστές (45,30% – 32,80%). Είναι παρήγορο, παρ’ όλα αυτά, ότι αυτό το ποσοστό έχει μειωθεί από το 2005 (46,70 %). Η χρονιά δεν είναι τυχαία. Ήταν τότε που τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση Πλαίσιο για τον Έλεγχο του Καπνού (ΣΠΕΚ) του Π.Ο.Υ., μέσω του νόμου 3420/2005. Ακολούθως, ψηφίστηκε ο νόμος 3730/2008, ο οποίος ποτέ δεν εφαρμόστηκε πραγματικά, ιδιαίτερα οι ρυθμίσεις που αφορούσαν το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους, και ο νόμος 4419/2016, ο οποίος μετέφερε τις ρυθμίσεις της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2014/40. Ο τελευταίος προέβλεπε απαγορεύσεις του καπνίσματος εντός σε διάφορους χώρους, όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τους επαγγελματικούς χώρους και την εστίαση. Όμως, για μία ακόμα φορά, ο νόμος αυτός δεν εφαρμόστηκε πλήρως, ιδιαίτερα στον τομέα της εστίασης, και υπήρχαν εξαιρέσεις για συγκεκριμένους τύπους καταστημάτων διασκέδασης από την απαγόρευση. Η κατάσταση αυτή άλλαξε ριζικά το 2019 με τον νόμο 4633/2019. Χάρη σε αυτόν, όχι μόνον όλες οι προηγούμενες εξαιρέσεις άρθηκαν, αλλά, ακόμα πιο σημαντικά, οι αρμόδιες επιβλέπουσες αρχές διευρύνθηκαν, εντάσσοντας και τον πολίτη στη διαδικασία εφαρμογής του νόμου. Υπήρχαν ακόμα ρυθμίσεις που απαγορεύουν το κάπνισμα σε εξωτερικούς χώρους που χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο από ανηλίκους. Η ασάφεια όμως του άρθρου του νόμου έχει αποτελέσει τροχοπέδη στην αποτελεσματική του εφαρμογή.

Η επίδραση της προσφάτως τεθείσας σε εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας έχει χαρακτηριστεί ως ορόσημο στη «μάχη κατά του καπνίσματος». Όμως, μία σύγκριση με κράτη ανά την υφήλιο δείχνει ακριβώς πόσο πίσω έχουμε μείνει. Κράτη όπως η Ολλανδία και η Λετονία, για παράδειγμα, έχουν επεκτείνει κατά πολύ τους περιορισμούς στο κάπνισμα. Η πρώτη έχει απαγορεύσει το κάπνισμα ουσιαστικά σε όλους τους εξωτερικούς δημόσιους χώρους, όπως τα πανεπιστήμια και τους προαύλιους χώρους δημοτικών κτιρίων και νοσοκομείων. Η δεύτερη έχει απαγορεύσει το κάπνισμα σε εξωτερικούς χώρους, όπως πλατείες, και έξωθεν των καταστημάτων εστίασης, αλλά και σε χώρους που παραδοσιακά συνδέονται με την ιδιωτική σφαίρα, όπως η είσοδος πολυκατοικιών. Αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν βασιστεί σε μια επεκτατική ερμηνεία του άρθρου 8 της ΣΠΕΚ, υπό το πρίσμα της υπ’ αριθ. 7 Αρχής των Κατευθυντηρίων Γραμμών για την Εφαρμογή της.

Εκτός της ΣΠΕΚ, η απαγόρευση καπνίσματος συνδέεται με τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους, που εκπορεύονται από το δικαίωμα στην υγεία. Δυστυχώς, η συζήτηση αυτή συνιστά καινοτομία στην χώρα μας, είτε πολιτικά είτε νομικά. Παρασάγγας από το να συμμορφωνόμαστε απλώς με τις διεθνείς ή ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις, νομοθετικά μέτρα τα οποία εδράζονται στο δικαίωμα στην υγεία, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα, ή όπως εκπορεύεται από τα δικαιώματα στην ζωή, την προσωπική ζωή και την απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης στην ΕΣΔΑ, δημιουργούν μία στενότερη σύνδεση με το άτομο, τόσο ηθικά όσο και δικαστικά, και διευκολύνουν την εφαρμογή και αποδοχή της σχετικής νομοθεσίας. Μια προσέγγιση επί της βάσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον έλεγχο του καπνίσματος θα συνέβαλε στην προώθηση των δικαιωμάτων στην υγεία τόσο των καπνιστών όσο και των παθητικών καπνιστών, οι οποίοι εκτίθενται στις επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος χωρίς την θέλησή τους. Μόλις ένα ζήτημα συνδεθεί με ένα ανθρώπινο δικαίωμα, είναι «υποχρεωμένο» να λάβει αυξημένη προσοχή στη δημόσια πολιτική, μετακινώντας το κράτος από μία στάση αντίδρασης στις προκλήσεις στο να αναλάβει την πρωτοβουλία στην μάχη κατά του καπνίσματος. Επομένως, οι πολιτικές απαγόρευσης του καπνίσματος μετατρέπονται από αμιγώς κυβερνητικό προνόμιο σε κρατική υποχρέωση έναντι των πολιτών.

Πιο συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή, βασισμένη στο δικαίωμα στην υγεία, θα ασκούσε περισσότερη πίεση στο κράτος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του στην εφαρμογή και διεύρυνση των καπνιστικών ρυθμίσεων, σε μία πλειάδα χώρων, δημοσίων και μη, εσωτερικών και εξωτερικών, εφόσον εμείς, οι πολίτες, γινόμαστε κάτοχοι των δικαιωμάτων, δικαστικά και μη. Η προσέγγιση εκδηλώνεται διττά. Το δικαίωμα στην υγεία επιβάλλει 1) μια αρνητική υποχρέωση στο κράτος να απόσχει από την διάδοση της χρήση καπνικών προϊόντων, απαγορεύοντας, λοιπόν, την κατάργηση των ήδη ληφθέντων μέτρων, και 2) μια θετική υποχρέωση στο κράτος να ρυθμίσει την συμπεριφορά ιδιωτών δρώντων, επί παραδείγματι με την απαγόρευση καπνίσματος σε ιδιωτικούς «δημόσιους» χώρους, που είναι προσβάσιμοι σε πλείστους πολίτες.

Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θα μπορούσε να διευρύνει τις απαγορεύσεις στο κάπνισμα, όχι με το να μιμείται απλώς τα παραδείγματα άλλων χωρών, αλλά με το να προσαρμόζει μέτρα στις δικές της ανάγκες και ελλείμματα. Το επόμενο λογικό βήμα θα ήταν μία ολιστική απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους, αλλά και σε εξωτερικούς χώρους που η κύρια χρήση τους αφορά ανηλίκους ή ευπαθείς (ιατρικά) ομάδες. Τέτοια μέτρα, όμως, θα πρέπει να συνοδευτούν με την εισαγωγή ειδικά σχεδιασμένων χώρων καπνίσματος, επ’ ωφελεία των καπνιστών, ως αντισταθμιστικό μέτρο.

Κανένα βήμα δεν είναι ποτέ πολύ μακριά, εάν η θέληση να πραγματοποιηθεί είναι ισχυρή και επίμονη. Με τα ανθρώπινα δικαιώματα ως προμετωπίδα, η θέληση αυτή αντανακλά την δική μας, τη θέληση των πολιτών.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου