ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Δέκα χρόνια χωρίς τον Χριστόδουλο

δέκα-χρόνια-χωρίς-τον-χριστόδουλο-139492

Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου,

Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος

Ο χρόνος κύλησε γοργά και η 28η Ιανουαρίου του 2018 φέρνει και πάλι στο νου μνήμες και εμπειρίες ζωής, θύμισες και αναμνήσεις ανεξίτηλα χαραγμένες στη σκέψη, συνδεδεμένες με το πρόσωπο εκείνου που έφυγε νωρίς και πέρασε στην ιστορία ως ο Αρχιεπίσκοπος της αγάπης, της ευθύνης, της ρήξης, της συνέπειας σε αρχές και ιδέες· ο Αρχιεπίσκοπος των αγώνων για μια ζωντανή Εκκλησία και μια αξιοπρεπή Ελλάδα.

Ο μακαριστός Χριστόδουλος υπήρξε ένας κοινός άνθρωπος, ως προς τις αδυναμίες και τα ελαττώματα. Τα είχε εντοπίσει μέσα του και πάλευε διαρκώς για να τα νικήσει. Άλλωστε, αυτός είναι και ο αγώνας του γνήσιου Χριστιανού σ’ αυτήν την ζωή· αγώνας με τον έσω άνθρωπο, τον τρωτό και πτωτικό, που ακροβατεί ανάμεσα στην πνευματική ελευθερία της αγάπης του Θεού και στην κοσμική απάτη του εφήμερου και παροδικού, που οδηγεί στη χειρότερη σκλαβιά. Το τέλος αυτού του αγώνα τον βρήκε όρθιο, παρά τον πόνο και την οδύνη της σάρκας, τον βρήκε νικητή στην παλαίστρα μιας ολόκληρης ζωής.

Υπήρξε, όμως και ένας μοναδικός και ανεπανάληπτος άνθρωπος, ως προς τα χαρίσματα και τις ικανότητες, με τα οποία τον προίκισε ο Θεός. Ο Δημιουργός τον αγάπησε πολύ και τον χαρίτωσε πληθωρικά. Τον είχε ξεχωρίσει από τότε που, παιδί, έτρεχε, τα καλοκαίρια, στις γειτονιές της Ξάνθης, από τότε που προσέγγιζε δειλά τα κράσπεδα της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, από τότε που, ως μαθητής και φοιτητής, αποκάλυπτε την ιδιαίτερη έφεση στην μόρφωση, από τότε που δεν δίστασε να αποκαλύψει στον αυστηρό πατέρα του τον πόθο της αφιέρωσης και να φορέσει το ράσο της ταπείνωσης, επιλέγοντας τον τραχύ δρόμο της μοναχικής υπακοής. Ο νεαρός Χρήστος και μετέπειτα Χριστόδουλος, ήταν προορισμένος εκ κοιλίας μητρός να συμβαδίσει με το πεπρωμένο του.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος υπήρξε ένας μεγάλος οραματιστής. Οραματίστηκε μια Εκκλησία ζωντανή, ανοικτή στον κόσμο, όχι εκ του κόσμου προερχομένη, αλλά διά τον κόσμον και την διακονία της κοινωνίας προορισμένη. Μια Εκκλησία παραδοσιακή και συνάμα προοδευτική, έτοιμη να διαλεχτεί με το διαφορετικό, να δώσει τα χέρια στο ξένο, να μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας, υπακούοντας στη διαχρονική αποστολή Της. Οραματίστηκε μια Εκκλησία έξω από τα τείχη του στείρου και ανερμήνευτου συντηρητισμού, που Την θέλει αποκλεισμένη στην αυτάρκεια ενός «ασφαλούς» παρελθόντος, μη δυναμένη ν’ ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών, ν’ ακούσει την γλώσσα του σήμερα και ν’ απαντήσει στα διαχρονικά «γιατί» μιας παραπαίουσας κοινωνίας. Αρνήθηκε το μοντέλο που θέλει την Εκκλησία κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους των Ναών, ψάλλουσα και θυμιατίζουσα μόνο τα αποτυπώματα σιωπώντων Αγίων. Κατέβασε τους Αγίους από τα περίτεχνα προσκυνητάρια και τα ιστορικά τέμπλα και τους έκανε συνομιλητές όλων εκείνων που διψούν για την αλήθεια σ’ ένα κόσμο μπουχτισμένο από το ψέμα. Οραματίστηκε μια Εκκλησία δίπλα στον άνθρωπο, διακόνισσα των πάσης φύσεως αναγκών του, αληθινή μητέρα παιδιών σε απόγνωση διαρκείας.

Ο μακαριστός Χριστόδουλος οραματίστηκε μια Ελλάδα περήφανη και αξιοπρεπή, με συνείδηση της αποστολής της στο παρόν και στο μέλλον. Γνώριζε την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του όσο λίγοι και γι’ αυτό, δεν δίσταζε να αρθρώνει λόγο θαρρετό, οξύ, μαχητικό, κάποιες φορές, αλλά υπεύθυνο και συνειδητοποιημένο, όταν έβλεπε την Ελλάδα να πληγώνεται και να φθίνει, να υποχωρεί και να εκπίπτει από τα λάθη ή την ατολμία των ηγετών της. Είχε σταθερές και ακλόνητες αρχές και ως προς την Εκκλησιαστική του αποστολή και ως προς την εθνική του αυτοσυνειδησία. Αυτές τις αρχές υπηρέτησε, με αυταπάρνηση, μέχρι τέλους, αδιαφορώντας για τα δηλητηριώδη βέλη των επικριτών του, για την βάναυση πολεμική των οργανωμένων, εναντίον του, συμφερόντων. Κριτήριό του ήταν το συμφέρον του λαού του Θεού, της Εκκλησίας, της οποίας έγινε πηδαλιούχος. Και αυτό το συμφέρον το υπερασπίσθηκε σθεναρά έναντι εθνών και βασιλέων.

Οραματίστηκε μια νεολαία ελεύθερη από τα δεσμά ανέντιμων και εφήμερων σκοπιμοτήτων, όπου την θέλουν περιορισμένη ανομολόγητα κομματικά και άναρχα συμφέροντα. Άνοιξε τις πόρτες, αλλά κυρίως την καρδιά της Εκκλησίας, στους νέους, ζητώντας να επιστρέψουν στο σπίτι τους, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, γιατί η Εκκλησία είναι μάνα και η μάνα δεν έχει όρια στην αγάπη, στην ανοχή, στην εγκαρτέρηση, στην υπομονή και στην ελπίδα. Μετουσίωσε τα νεανικά όνειρα, τις χαμένες ελπίδες προδομένων, από το σύστημα, νέων και αγωνίστηκε για την πραγματική Παιδεία, που θα δημιουργεί Ανθρώπους, υπεύθυνους, έντιμους, χρηστούς πολίτες, κοινωνικά ευαισθητοποιημένους, με οράματα και στόχους υγιείς και όχι μηχανοποιημένα ανθρωπάρια, εύχρηστα πιόνια στα βρώμικα χέρια των επιτηδείων του κέρδους.

Για όλα τα παραπάνω, ο λαός αυτής της πατρίδας τον αγάπησε με πάθος, έστω κι αν κάποιες στιγμές έδειξε να κλονίζεται υπό το βάρος μιας πλύσης εγκεφάλου, γκεμπελικής μαεστρίας. Ο απλός λαός και οι νέοι μας τον έκλαυσαν όσο λίγους και ακούμπησαν στο φέρετρό του μ’ ευγνωμοσύνη, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον χαμένο πατέρα, τον τελευταίο γνήσιο ηγέτη, τον χαμογελαστό Δεσπότη.

Αιωνία του η μνήμη!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου