ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Και που λες, Ευτυχία, ευτυχία δε βρήκαμε!»

και-που-λες-ευτυχία-ευτυχία-δε-βρήκαμ-138814

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Στον Κέδρο πηγαίνω συχνά για να κάνω τα ψώνια, στου φίλου μου Δημήτρη Ευαγγελόπουλου το σούπερ μάρκετ. Με τους ανθρώπους ο Δημήτρης είναι βαθιά φιλικός. Ξέρει ότι εκεί που αφήνεις τους ανθρώπους, δεν πρόκειται ποτέ να τους ξαναβρείς. Γι αυτό κι εκείνος δεν αφήνει ποτέ το σκοινί να κοπεί.

Σε τούτο το χωριό οι άντρες μοχθούν στα χωράφια και στ’ αμπέλια κάθε μέρα. Δένουν με δύναμη τον ανθό, κι από πάνω ο ήλιος αλέθει τον καρπό τους. Πλάι στο χωριό ο ποταμός κυλάει βουβός. Μόνο οι ιτιές σαλεύουν τα κλαριά τους, που γέρνουν στις όχθες του ποταμού σα να καλωσορίζουν τον επισκέπτη του Κέδρου. Στις ψηλές κολώνες της ΔΕΗ, στις ίδιες φωλιές που έχτισαν για πρώτη φορά οι πελαργοί, στις ίδιες ξανάρχονται κάθε χρόνο, ζητώντας το ταίρι τους. Ως πόσο πια καιρό θα στέκουν ορθοί και θα κουνάνε τα φτερά τους με τόση ευτυχισμένη ορμή!

Πιστό στέκι συνάντησης, φιλίας και συντροφιάς το καφενεδάκι της κυρίας Ευτυχίας Κεχαγιά. Θα ήταν από σόι κάποιου τοπικού επιτρόπου, προϊστάμενου ή διαχειριστή οικονομικών θεμάτων, κάτι σαν τοποτηρητή ο σύντροφός της, γιατί αυτό σημαίνει το ουσιαστικό «κεχαγιάς». Η κυρία Ευτυχία υποδέχεται τους πελάτες της με τσίπουρο δικό της, μεζέ καλοφτιαγμένο κι εκλεκτό και μια υπέροχη παλιά λαϊκή ζωγραφιά στον τοίχο του καφενείου. Λαμπρά τα χρώματα της ζωγραφιάς. Και το άρωμα μιας παλιάς εποχής απορροφημένο στον τοίχο. Κοιτάζω τη ζωγραφιά πολλή ώρα. Η ζωή είναι μεγάλη κι εμείς είμαστε δικοί της. Οταν γελούμε (κι εκεί που θαρρούμε πως είμαστε αιώνιοι), η ζωή αρχίζει μέσα μας το κλάμα. Τότε ακριβώς είναι που νιώθουμε πως όλα χάνονται. Χανόμαστε κι εμείς. Αλλά το να ‘ναι κανείς εδώ είναι πολύ. Μια φορά το καθετί, μόνο μια φορά κι όχι πια. Ακόμα κι εμείς, μια φορά μόνο υπάρχουμε. Ποτέ πάλι. Μια φορά ζούμε. Ποτέ ξανά. Ομως, έστω και μια φορά νά’ χεις υπάρξει, είναι, θαρρώ, αρκετό. Την ψυχή μου ανάμεσα στα τραπεζάκια της ζωγραφιάς βάζω, μιας ζωγραφιάς που ζωντανεύει στη θύμησή μου τα παλιά. Εκείνα τα κομμάτια της ζωής που χάθηκαν. Χορεύει ζεμπέκικο, στη ζωγραφιά του καλλιτέχνη, ο θαμώνας. Αλίμονο! Κι ο χορός ξεψυχάει στην αγκαλιά του… Ο Στυλιανός Τσιώνας, ο ζωγράφος αυτού του έργου, όπως και τόσων άλλων στα καφενεία και τα οινομαγειρεία της Καρδίτσας, θα μας έλεγε ότι το καλό κρασί δεν χρειάζεται ζέσταμα.

Ούτε κι η τέχνη. Αυτός ο ολοζωγραφισμένος τοίχος σε τούτο το παλιό καφενείο εδώ στον Κέδρο παρουσιάζει μια θαυμάσια αρμονία χρωμάτων, κίνησης και ρυθμού. Κοιτάζω τις πινελιές τού ζωγράφου, που αιχμαλωτίζουν τη ματιά μου μέσα σ’ ένα σύνολο γνήσιου ρεαλισμού, ζωντάνιας, αισθητικής χάρης και πληρότητας. Ο ζωγράφος πετυχαίνει την κίνηση που ο ίδιος ζητά, αποφεύγοντας να πέσει στη στατικότητα και τον ψευτοεμπρεσσιονισμό, που δημιουργεί την αντιποίηση μέσα σ’ ένα έργο τέχνης.

Οδεύουμε προς το καφενείο ξανά, να ξετυλίξουμε της μοίρας το κουβάρι, πίνοντας λίγα ποτηράκια τσίπουρο να ποτιστεί η καρδιά και ν’ απολαύσουμε το νόστιμο μεζέ, που μας φέρνει στο τραπέζι η Ευτυχία.

Οι τέσσερις άντρες της διπλανής μας συντροφιάς, ανέγνοιαστοι, τρώνε και πίνουνε ομαδικά. Μ’ ένα ελληνικό φιλότιμο μας κερνούν τό’ να μετά τ’ άλλο δύο πενηνταράκια. Οταν ο Ελληνας κερνάει τον συνέλληνα και του ζητάει να τσουγκρίσει μαζί του το ποτήρι, είναι μια μεγάλη στιγμή: Του εύχεται υγεία, το ανώτατο αγαθό του ανθρώπου. Μετά την αμοιβαία ευχή που ανταλλάσσουμε κατά κανόνα όλοι, νομίζω πως γίνεται παραμύθι ο θάνατος. Και το κρασί ’ναι το αθάνατο νερό, που πίνουμε κι ανθούν τα κόκαλά μας! Το πνεύμα, το πονηρό παιδόπουλο της απόσταξης, δεν πηγαίνει στα χαμηλά. Ανεβαίνει ψηλά στην κούτρα και γίνεται χαμόγελο και μυαλό και κατεβάζει γνώση. Η ώρα περνάει ευχάριστα. Αλλάζουμε μεταξύ μας δυο λόγια της καρδιάς να καταπέσει ο καημός της μέρας. Ο Κέδρος γίνεται μια κληματαριά, κι οι θαμώνες των καφενείων, τα σταφύλια.

Ε Ευτυχία, και συμπάθα μας, περίσσιο αν είπαμε λόγο. Τις γκρίνιες μας μην τις ακούς, κι εμπρός! Φέρε μας τον καφέ τον πρωινό. Το μεσημέρι και το βράδυ μη λησμονείς ξανά να φέρεις κάτι να πιούμε. Βαθιά πηγή γίνεται η ζωή, και μέλισσα η ψυχή, κουνάει τα φτερά της και θέλει να πετάξει. Καλή’ ναι και η λίγη ζάλη, περνάει γρήγορα, πουλί φλογάτο. Γεμίζει φτερά το μέρμηγκα το νου. Μετά αρχίζει χωρίς φτερά πάνω στη γη το φοβερό αγώγι. Μέσα σε τόσα μαύρα σύννεφα που σωρεύτηκαν στο δρόμο μας, δε βλέπουμε πια πού πηγαίνουμε και ποιο κρυφό σκοπό κρατάμε.

Μα μόλις βγούμε απ’ το καφενείο, μοιάζει να ξαστερώνει στα σωθικά μας η ζωή. Κι είναι σα ν’ ανοίγονται νέοι δρόμοι ευτυχίας του νου και της καρδιάς.

Χτύπησε το ρολόι δώδεκα το μεσημέρι. Ο χειμώνας έχει πάντα πολλές ιστορίες για όλους. Προχωράμε ανάμεσα σε στρώματα νεκρών φύλλων. Τα πατάμε κι αυτά τριζοβολούν. Σήμερα φυσάει. Μα δεν ξέρουμε τους θαυμαστούς ψαλμούς που φέρνει ο άνεμος. Ξέρουμε όμως πολύ καλά κατά πού πάει η ζωή των παιδιών μας και αντιστεκόμαστε, όταν μας ζητούν να πεθάνουμε μαζί με τα όνειρά τους. Εμείς στη βεβαιότητα του θανάτου θ’ αποθέσουμε τις ελπίδες τους, τις ελπίδες μας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου