ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο δεύτερος γάμος των ιερέων

ο-δεύτερος-γάμος-των-ιερέων-126106

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Θ. Παπασακελλαρίου, Καθηγητή – Θεολόγου

Τον τελευταίο καιρό, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε φιλικές συντροφιές γίνεται πολύς λόγος για τον «δεύτερο γάμο των Ιερέων», και διατυπώνονται θετικές και αρνητικές απόψεις. Με τις σκέψεις και τις θέσεις που ακολουθούν θέλω να φωτίσω ολόπλευρα το θέμα με βάση την Αγία Γραφή, τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της ορθοδοξίας, ώστε να τοποθετηθεί μέσα στα κανονικά πλαίσια και να μην υπάρχουν παρανοήσεις και λαθεμένες εκτιμήσεις και απόψεις.

  1. Ο Απόστολος Παύλος, στις επιστολές του και κυρίως στις τρείς «Ποιμαντικές» (Α` και Β` Τιμόθεον και προς Τίτον), ορίζει με σαφήνεια ποια πρέπει να είναι τα ηθικά προσόντα και η ταυτότητα των Κληρικών: « Ο Επίσκοπος, γράφει, … (Α` Τιμ. 3,2) «πρεσβύτερος (Ιερέας) να γίνεται όποιος είναι ακατηγόρητος, άνδρας μόνον μιάς γυναίκας, έχει παιδιά με πίστη, που δεν κατηγορούνται για άσωτη (αμαρτωλή) ζωή ή είναι ανυπάκουα» (Τίτ. 1,6). «Οι Διάκονοι να είναι σύζυγοι μιας μόνο γυναίκας…» (Α` Τιμ. 3,12), « ο Ιερέας πρέπει να είναι υπόδειγμα για τους πιστούς… του Χριστού» (Β` Κορ. 3,3). Οι Αποστολικοί κανόνες 17, και 26, ο 12ος του Μ. Βασιλείου καθώς και ο 3ος και ο 6ος της Πενθέκτης απαγορεύουν την σύναψη γάμου μετά την χειροτονία.

2. Το θέμα για τον δεύτερο γάμο των ιερέων ξεκίνησε να συζητείται από την Εκκλησία της Ελλάδος σε συνεδρίασή της στις 22 Απριλίου το 1920. Τότε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος ενημέρωσε τους Συνοδικούς μητροπολίτες για την επίσκεψη του Επισκόπου Ζίτσης Νικολάου απεσταλμένου της Σερβικής Εκκλησίας για την επιστολή που προσκόμισε σ’ αυτόν, και στην οποία ετίθεντο τα εξής ερωτήματα:

α) αν θεωρούσε το αίτημα των εν χηρεία κληρικών ως ζήτημα εκκλησιαστικής πειθαρχίας και όχι ως ζήτημα θεμελιώδους διδασκαλίας της χριστιανικής πίστηςβ) εάν η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συμφωνούσε με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Σερβίας για τη χορήγηση άδειας σύναψης δευτέρου γάμου στους χηρεύσαντες κληρικούς και γ) εάν, σε περίπτωση συμφωνίας στο ζήτημα αυτό, θεωρεί ότι πρέπει να επιτραπεί σε όλους ανεξαιρέτως τους εν χηρεία κληρικούς ο δεύτερος γάμος ή μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις κατόπιν ευλογίας του οικείου επισκόπου και της Ιεράς Συνόδου.

Υπάρχει βέβαια και το πανορθόδοξο συνέδριο που έγινε το 1923 στην Κωσταντινούπολη το οποίο επέτρεψε το δεύτερο γάμο των εν χηρεία κληρικών υπό όρους. Όμως η Εκκλησία παρέμεινε εδραία στην τήρηση του 6ου Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και στην ρητή απαγόρευση του δευτέρου γάμου των κληρικών.

3) Το 2006 η Συνοδική επιτροπή επί των Δογματικών και νομοκανονικών ζητημάτων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος δημοσίευσε ένα κείμενό της σχετικά με τον δεύτερο γάμο των εν χηρεία και εν διαστάσει κληρικών. Η επιτροπή λαμβάνοντας υπόψιν τους απαγορευτικούς κανόνες επί του θέματος αλλά και με πνεύμα οικονομίας υποστήριξε ότι:ότι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά ἐπιληφθῆ μεμονομένων συγκεκριμένων περιπτώσεων, μέ πνεῦμα ἐπιεικείας καί οἰκονομίας ἀλλά καί ὅρους σαφῶς προσδιορισμένους». Επίσης, ότι «για τους διαζευγμένους υπάρχει νομοκανονικό πρόβλημα» και ο « ο οικείος μητροπολίτης οφείλει να εξετάση τους λόγους τῆς διαζεύξεως και νά διαπιστώσει ἄν ἐμπίπτουν στούς περιορισμούς πού κωλύουν τήν Ἱερωσύνη, ὁπότε βέβαια καί θά θέσει σέ ἐφαρμογή τίς διατάξεις τοῦ Νόμου “Περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς περί αὐτῶν διαδικασίας”. Ἡ ἠθική διάσταση τοῦ ζητήματος ἔχει προφανῶς ἄλλες ἀπαιτήσεις, που θά πρέπει νά ἀπασχολήσουν τον “κρινόμενο” κληρικό σέ συνεργασία μέ τό Γέροντά του, ὥστε νά βρεθεῖ ἡ πρόσφορη λύση γιά τήν περαιτέρω ἱερατική παρουσία καί προσφορά του».

Βλέπουμε λοιπόν ότι το θέμα δεν είναι απλό αλλά εγκρύπτει πνευματικές παγίδες τόσο για τον εκάστοτε κληρικό και την Ιερατική του πορεία, όσο και για την οποιανδήποτε Σύνοδο Πανορθόδοξη ή Οικουμενική όποτε συνέλθει.

4) Το θέμα μπορεί να λυθεί οριστικά όταν κατανοήσουμε ποιός είναι ο τύπος του αληθινού ιερέα και ποια είναι η αποστολή του. Η χριστιανική πίστη μας έχει έναν Ιερέα τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό (Α` Τιμ. 2,5. Εβρ. 8,1-6). Η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός συνεχίζει το έργο Του μέσα στην ιστορία. Η προσωπική παρουσία του Ιησού Χριστού στην ζωή της Εκκλησίας φανερώνεται με το χάρισμα της Ιερωσύνης. Η Ορθόδοξη θεολογία ταυτίζει τον λειτουργό ιερέα ή Αρχιερέα με το πρόσωπο του Χριστού. Ο Ιερέας είναι εις «τύπον Χριστού» δηλαδή στο πρόσωπό του παρίσταται στο Ναό αόρατα ο Χριστός και του δανείζει την σωματική του ύπαρξη (Ιω. Χρυς. P.G. 59,473). Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος στην 28η κατήχησή του γράφει « ότι Ιερέας είναι εκείνος ο πιστός ο οποίος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος αλλοιώθηκε, πήρε άλλη μορφή, άλλαξε και μεταμορφώθηκε και έγινε όπως ο Χριστός…». Ο Ιερέας δεν είναι αντιπρόσωπος του Χριστού αλλά ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΝ του Χριστού.

5) Ο Ιερέας πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες των πατέρων, να τους έχει παράδειγμα, να είναι «επόμενος τοις αγίοις Πατράσιν». Ο Μ. Βασίλειος στην 52η επιστολή του γράφει ότι « είναι

έγκλημα γεμάτο αυθάδεια το να μην ακολουθεί κανείς πιστά τους θεοφόρους πατέρες και να μην βάζει την διδασκαλία τους πάνω από την δική του γνώμη». Ορθοδοξία είναι «το μη προς τους Θεοφόρους Πατέρες αμφισβητείν» (Γρηγόριος Παλαμάς). Ο αληθινός Ιερέας είναι «…διδάσκαλος ευσεβείας, μυστηρίων λανθανόντων, μυσταγωγός» (Γρηγ. Νύσσης P.G. 44,581).

To έργο του Ιερέως για τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο: «εστί πτερώσαι ψυχήν, αρπάσαι κόσμου και δούναι Θεώ, και το κατ’ἐικόνα ή μένον τηρήσαι ή κινδυνεύον χειραγωγήσαι ή διαρρυέν ανασώσασθαι, εισοικίσαι τε Χριστόν εν ταις καρδίαις δια του Πνεύματος και, το κεφάλαιον, Θεόν ποιήσαι τον άνθρωπον» (P.G. 35,432).

6) Βέβαια καλά όλα αυτά θα πούν πολλοί, αλλά οι σύγχρονες συνθήκες μπορεί και πρέπει να οδηγήσουν την Εκκλησία σε άσκηση μεγαλύτερης οικονομίας. Το κακό όμως είναι ότι μήπως έτσι αντί να «εκκλησιασθεί» ο κόσμος φτάσουμε στο σημείο να «εκκοσμικεύσουμε» την Εκκλησία και γίνει η «δευτέρα πλάνη χειρίστη της πρώτης». (Ματθ. 27,64). Αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν λόγια των αγίων Πατέρων ότι “οι Ιερείς των εσχάτων; καιρών θα είναι χειρότεροι των λαϊκών“ τότε θα πρέπει να σκεφτεί πολύ η Εκκλησία τι απόφαση θα πάρει στο συγκεκριμένο και φλέγον θέμα, το οποίο βέβαια δεν είναι δογματικό αλλά έχει έντονες ηθικές διαστάσεις και ίσως και συνέπειες. Βασική προυπόθεση και «εκ των ών ούκ άνευ» είναι να αποφανθεί επί του θέματος Πανορθόδοξη ή Οικουμενική Σύνοδος και μάλιστα σύντομα γιατί το θέμα δεν μπορεί να περιμένει. Και η απόφαση, κατά την γνώμη μου, πρέπει να είναι εξατομικευμένη και όχι γενικής μορφής, διότι έτσι ανοίγουμε σαν Εκκλησία τον «ασκό του Αιόλου» για παρανομίες μέσα στην Εκκλησία, που είναι το πανάγιο «Σώμα του Χριστού» (Α`Κορ. 12,27).

7) Είναι αλήθεια ότι η εποχή μας ίσως να απαιτεί μια γεναία οικονομία επί του θέματος. Όμως η λύση που θα δοθεί αφορά την ενδοοικογενειακή της ζωή, τις προσωπικές παραμέτρους των επί μέρους περιπτώσεων και προπάντων τον σεβασμό στο πρόσωπο που ζητά τον δεύτερο γάμο. Συγχρόνως όμως θα πρέπει και η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, να απαιτήσει μεγαλύτερο σεβασμό από την πλευρά των Κληρικών που ζητούν δεύτερο γάμο. Δηλαδή δεν μπορεί ένα τόσο σημαντικό ζήτημα να γίνεται αντικείμενο συζήτησης απρουπόθετα στον κοινωνικό χώρο, πληγώνοντας από την μια μεριά την Εκκλησία που υπηρετούμε και αδικώντας από την άλλη τον εαυτό μας που κατέχει μια Ιερατική θέση. Αν για τους απλούς ανθρώπους ισχύει το: «τα εν οίκω μη εν Δήμω», πόσο μάλλον ισχύει αυτή η ρήση για τον Ιερέα του Υψίστου. Ο Ιερέας δεν είναι τυχαίο πρόσωπο μέσα στην κοινωνία. Ο ίδιος θα πρέπει να σέβεται, να τιμά, αλλά και να φοβάται την Ιερωσύνη του Χριστού που φέρει επάνω του και να ενεργεί με εκκλησιαστικό φρόνημα και πνεύμα, με υπακοή στον Επίσκοπο και τον πνευματικό πατέρα με ευθύνη και συναίσθηση, ότι πάνω απ’όλα είναι η Εκκλησία που υπηρετεί και το κύρος της.

8) Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν με την «οικονομία» της υπήρξε φιλάνθρωπη ακολουθώντας τα βήματα του ιδρυτή της Ιησού Χριστού. Αν «οικονομήσει» τον δεύτερο γάμο των Κληρικών τότε θα υπακούσουμε λέγοντας «νάναι ευλογημένο». Όμως δεν μπορεί απρόσωπα και γενικευμένα, να νομοθετεί παρανομώντας απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και φέρει τον δικό της σταυρό ή την δική της επιπολαιότητα. Η Εκκλησία έχει διάκριση και «γνωρίζει» πότε θα πεί το ναι και πότε το όχι. Η Εκκλησία δεν είναι ένα σωματείο που μπορεί να αλλάζει ευκαίρως ακαίρως, την πίστη της και τον καταστατικό της χάρτη. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως και όσοι την υπηρετούμε ελεύθερα, γνωρίζουμε εκ των προτέρων ,όταν χειροτονούμαστε, και έχουμε πάντοτε στο νού μας, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, ΠΟΙΟΝ υπηρετούμε και τι ΣΤΑΥΡΟ καλούμαστε να σηκώσουμε.

Πάντως εφαρμόζοντας την «οικονομία», που είναι απολύτως αναγκαία και επείγουσα, θα πρέπει να προσέξει τον 15ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (6ος αιών) που λέγει: «Οικονομητέον ένθα ού παρανομητέον». Η Εκκλησία δεν μας ανήκει αλλά της ανήκουμε. Στώμεν καλώς.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου