ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Εν αρχή ην ο λόγος (;) ΣΤ’

εν-αρχή-ην-ο-λόγος-στ-1058758

Του Αλέξανδρου Δημητρόπουλου

«Ο άνθρωπος που αναρωτιέται “για ποιον λόγο;” δεν είναι πια ούτε ζώο ούτε δούλος. Τίποτα γι’ αυτόν δεν είναι αυτονόητο».Nα μια βάση – σταθερή και καθιερωμένη προκειμένου για τη Φιλοσοφία (την οποία δίδαξε επί δύο δεκαετίες, ο υπογράφων, στη Γ΄ Λυκείου αλλά και σε Ελεύθερα Μαθήματα ανάλογων φορέων), όπου μπορεί να πατήσει ένας δάσκαλος για να διδάξει και άλλα γνωστικά αντικείμενα – κατ’ εξοχήν το μάθημα της Ιστορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπου πρέπει να δίνονται απαντήσεις: στο «πού» (ο τόπος), στο «πότε» (ο χρόνος), στο «πώς (η έκθεση ενός γεγονότος) — αυτά στα οποία συνήθως περιοριζόταν η διδασκαλία, πριν από κάποιες δεκαετίες, θα παραμένουν γράμμα κενό (ως μεθοδολογία) αν δεν προστεθεί, με έμφαση και εξ αδιαιρέτου, το λογικό «Γιατί». Που είναι η συνεπτυγμένη διατύπωση του «αποχρώντος λόγου» (από το αίτιο στο αποτέλεσμα).

Να, λοιπόν, πώς η λογική (από το θηλυκό γένος ενός επιθέτου) γίνεται η Λογική (με κεφαλαίο), ως ένας από τους κλάδους της Φιλοσοφίας, που ερευνά αλλά και καθορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινείται η σκέψη μας. Ακριβέστερα: να τηρούμε τις θεμελιώδεις αρχές της νοήσεως, έτσι που να καταλήγουμε σε λογικά -χωρίς κενά και αντιφάσεις- συμπεράσματα. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι ο ενδιάθετος λόγος (η Λογική που φέρουμε από τη φύση μας) χρειάζεται και το γλωσσικό όργανο -τη γλώσσα που κάθε φορά κατέχουμε- για να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο. Είναι και αυτό που έχει ειπωθεί: η γλώσσα είναι σάρκα από τη σάρκα της σκέψης (όπως, θεολογικώς, θα λέγαμε: τα δύο πρόσωπα εν μιά ουσία). Γιατί ο άνθρωπος δεν μιλάει μόνο με τη γλώσσα αλλά και σκέφτεται μέσω της γλώσσας.

Λέγεται και αλλιώς: Γλώσσα χωρίς σκέψη είναι σώμα χωρίς ψυχή. Στον Πλάτωνα (και ειδικότερα στο έργο του «Σοφιστής») λέγεται με εξαιρετικόν τρόπο: «το ρέμα, το οποίο πηγάζει από την ψυχή και περνάει από το στόμα ενωμένο με τη φωνή, αυτό έχει ονομαστεί (και είναι) “λόγος”». Μπορεί η γνώση να είναι δύναμη, όπως λέει ο εμπειριστής Βάκων (Fransis Bacon), αλλά χρειάζεται και τη γέφυρα του λόγου, με τις διάφορες εκφάνσεις του, για να μεταδοθεί και να καρπίσει – αυτή η γνώση. Μη μας διαφεύγει ότι «λόγος» μπορεί να είναι -όσο κι αν φαίνεται παράδοξο-ακόμη και… η απόλυτη σιωπή. Γι’ αυτό και «ο Ιησούς εσιώπα»… ενώπιον του αρχιερέως Καϊάφα (καθώς λέγεται: η σιωπή μου προς απάντησή σου)! Δεν ήταν ατεκμηρίωτη, από τα αρχαία χρόνια, και η πολύ γνωστή ρήση: «κρείττον του λαλείν το σιγάν». Για να προσθέσουμε και μια νεότερη, παροιμιακή, εκδοχή: «Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα’το» (καλύτερα να μη μου μιλούσες)!

Και ακόμη: Λόγος -πάντα ως εξωτερίκευση συμπεριφοράς- είναι και αυτός που αναφέρεται στη λεγόμενη «γλώσσα του σώματος»: μέσω της κινήσεως των χεριών, των «χρωματικών» εναλλαγών του βλέμματος, των μορφασμών του προσώπου κ.λπ. Όλες οι «μορφές λόγου», επομένως, σηματοδοτούν και το κάτι παραπάνω. Το «πες μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», σε μεταφορική αντιστοίχιση, μπορεί και να γίνει: «πες μου τον λόγο σου (ή και τους λόγους σου), σαν μια μορφή απολογίας, για να «διαγνώσω» και τις προθέσεις σου (αυτά που αποκρυπτογραφεί και ο εισαγγελέας σε μία δίκη). Το «Γιατί» γεννάει το «Διότι» – έναν συνδυασμό που είναι αδύνατον να προσπεράσει ένας, στοιχειωδώς, λογικός άνθρωπος.

Αλλά και ο ενδιάθετος λόγος, με τη σειρά του, ενισχύεται με την εκπαίδευση, προάγεται με τον προσωπικό αγώνα και πολλαπλασιάζεται με την δια βίου Παιδεία. Για να μην μένουμε «στάσιμοι». Αλλιώς, πώς να ορίσεις τις έννοιες και να έχεις στέρεη άποψη για τα πράγματα; Αλλά και πώς θα μπορούσες να διακρίνεις ποιοτικές διαφορές που οικονομούνται στην –τόσο εύχυμη- ελληνική γλώσσα; Όπως: το «διακριτός» από το «διακριτικός», το «άτυχος» από το «ατυχής», το συγκαιρινός» από το «συγκυριακός» και τα ανάλογα… αναρίθμητα άλλα, όπου η σύγχυση περισσεύει! Μόλις πριν από δύο εβδομάδες, σε δημόσια συζήτηση, και σε συνδυασμό με σημαντική συνεδρίαση της Βουλής (περί «Λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων»), ακούσαμε από στόματος βουλευτών (και «βουλευτριών»!!!), για μία ακόμη φορά, το «μεγενθύνω» (με -ν-), το «υποθάλπτω» (με -π-),το «Οκτώμβριος» (με -μ-) και άλλα αρνητικώς διακριτά (όχι «διακριτικά»)αλλά και ατυχή (όχι «άτυχα»). Από πτυχιούχους ανωτάτων σχολών, οι οποίοι δεν υποψιάζονται, δυστυχώς, την ετυμολογική βάση τών (όχι και πολύ δύσκολων) παραπάνω λέξεων. Συγκαιρινά (και όχι «συγκυριακά») φαινόμενα…

Και όμως, ο Λόγος είναι που δόξασε, όσο τίποτε άλλο, αυτήν την «όμορφη και παράξενη πατρίδα», κατά την εκφορά του Οδυσσέα Ελύτη. Είναι ο ελληνικός λόγος – ο ποικίλος και πολυπρισματικός. Ο λόγος ο εύηχος και πολυχρωματικός. Ο λόγος της Φιλοσοφίας, των Επιστημών και της Τέχνης. Ο λόγος ο αξιοσέβαστος -και αγαπητός- από την παγκόσμια πνευματική κοινότητα, πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Ο οικουμενικός λόγος της Καινής Διαθήκης. Ο προφητικός λόγος (και Λόγος) του Θεού! Ας θυμηθούμε και τον ασύγκριτο λόγο -κυρίως αυτόν- του Ιησού (τη στιγμή που τον προσεγγίζουν οι Έλληνες): «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου»! Πόσο θαυμαστή αλλά και αγιαστική αυτή η «απόκριση» – προνόμιο εσαεί για τον Ελληνισμό!

Μα τα παιδιά μας -και οι γενιές που επίκεινται (και οι μαθητές μας, γιατί όχι;)- πότε θα νιώσουν κάτι το ξεχωριστό για το μέγα και «θείο» αυτό Κεφάλαιο! Τους αρκούν οι δεκαπέντε λέξεις, στην καθημερινή τους επικοινωνία, και αυτές να είναι σχεδόν προσβλητικές για την αισθητική της ελληνικής γλώσσας! Αλλά και στο «τίς πταίει», αν το θέμα ακόμα κάποιους απασχολεί, δεν είναι δα λίγοι και οι «υπόλογοι»: από την οικογένεια έως το σχολείο και μέχρι το τυπικό «εκπαιδευτικό επίχρισμα» της επίσημης Πολιτείας (ήμουνα νιός και γέρασα). Μη θετικό παράδειγμα τους δίνουν και αρκετοί… από τους (συγχρόνους) Πατέρες του Έθνους, με το να αναγράφουν και τα «ωραία» τους χαϊδευτικά (δίπλα στα κανονικά τους ονόματα) -όπως τα διαβάζουμε στην τηλεοπτική οθόνη- τη στιγμή που αγορεύουν από του βήματος της Βουλής: Νίνα, Λάκης, Ράνια, Τέλης, Σία, Νότης, Σέβη, Χάρης, Τζώρτζια, και ο… εκτροχιαζόμενος συρμός δεν συμμαζεύεται. Λες και απευθύνονται στον οικογενειακό ή και στενό φιλικό τους περίγυρο. Πού είναι, λοιπόν, η συναίσθηση ευθύνης των ανθρώπων που έχουν «υψηλού κύρους» λειτουργική σχέση με την Πολιτεία; Δεν πρόκειται για «καλλιτέχνες» ή πρόσωπα, τέλος πάντων, που ιδιωτεύουν επαγγελματικά – και μπορούν να επιλέγουν ακόμη και ψευδώνυμα, κατά την επιθυμία τους.

Πόσο τον υποβιβάσαμε, στ’ αλήθεια, τον «λόγο-θεία αποκάλυψη» του Πλάτωνα (ας ξαναδιαβάσουμε τον «Φαίδωνα»), και πού το παρατήσαμε το στιχηρό «μήγαρις έχω άλλο στο νού μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» -λόγο του Διονυσίου Σολωμού – ό,τι πιο υψηλό και ταυτόχρονα απτό, για το πολιτισμικό μας μέγεθος, έχει ειπωθεί ως τώρα! Δύο ιερές λέξεις -η ελευθερία και η γλώσσα- που κράτησαν τη ζωή μας, χιλιάδες χρόνια τώρα. Και το «Γιατί»; Ας το ψάξουμε μέσα μας. Με πνεύμα αδέκαστης αυτοκριτικής αλλά και αίσθημα γνήσιου πατριωτισμού. Ας το φιλοσοφήσουμε και λιγάκι, βρε αδερφέ. Ένα «Διότι» είναι αυτό!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου