ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο πλούτος στη ζωή μας

ο-πλούτος-στη-ζωή-μας-1016631

Του Θεοχάρη Νικ. Σαρίκα, Θεολόγου Master Θεολογίας

Είναι γεγονός ότι ο πλούτος κατέχει ένα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μας. Κι αυτό δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Ήδη από τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης ο πλούτος παρουσιάζεται ως ένα μεγάλο αγαθό, ποτέ όμως ως το κύριο αγαθό. Έτσι ο κάτοχος του πλούτου εξασφαλίζει μια ανεξαρτησία, προφυλάσσεται ο κάτοχος να παρακαλεί (Παρ. 18, 23), να είναι σκλάβος του πιστωτή του, και τέλος να αποκτά χρήσιμες φιλίες, που κάποτε μπορούν να του φανούν χρήσιμες. Η απόκτηση δε του πλούτου προϋποθέτει, κανονικά, αξιόλογες ανθρώπινες αρετές, όπως είναι η επιμέλεια (Παρ. 10, 4 και 20, 13), η οξύνοια (24, 4), ο ρεαλισμός (12, 11), η τόλμη (11, 16), η σωφροσύνη (12, 17). Ο κάτοχος του πλούτου θεωρείται δυνατός, ευτυχισμένος, γιατί μπορεί να «κάνει τα πάντα», να αγοράσει τα πάντα, ακόμα και συνειδήσεις προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του, όπως πολλοί νομίζουν. Κι όμως υπάρχουν πράγματα τα οποία είναι εκτός αγοράς, που δεν αγοράζονται, όπως είναι η απαλλαγή από τον θάνατο (ψλ 48, 8), η αγάπη (Ασμ. 8, 7), οι συνειδήσεις… Ο πλούτος προκαλεί ανώφελες φροντίδες, εξαντλείται κανείς να τρέφει παράσιτα (Εκ. 5, 10) και να τον κληρονομούν, στο τέλος, ξένοι (6, 20). Πρέπει πάντα να προτιμά κανείς τη σοφία από τον πλούτο, γιατί αυτή είναι η πηγή του (3 Βασ. 3, 11). Αυτή είναι ο θησαυρός, αυτή είναι η παραγωγός αιτία του πλούτου. Ο πλούτος, με τη μορφή της ευημερίας, είναι κι ένα σημείο της της πληρότητας της ζωής, που ο Θεός υπόσχεται στους εκλεκτούς του.

Στα ευαγγέλια ο πλούτος έχει μια διαφορετική έννοια. Έτσι βλέπουμε ότι τα πλούτη με τα οποία μας υπερπληροί ο Θεός στο πρόσωπο του Υιού του, είναι τα πλούτη «του λόγου και της γνώσεως»(1 Κορ. 1,5), τα «πλούτη της χάριτος και της χρηστότητος αυτού» (Εφ.2, 7). Είναι δηλαδή άλλης τάξεως από τα εγκόσμια πλούτη, που κανένα τους δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει την πείνα μας την πνευματική και τη πνευματική δίψα μας (4, 14). Προέρχονται όμως από την ίδια θεϊκή γενναιοδωρία και, αν ο Παύλος καλεί τους χριστιανούς να προσφέρουν ελεύθερα τα υλικά αγαθά τους, είναι γιατί ήταν πλήρεις από πνευματικές δωρεές (2 Κορ. 8,7). Αν, εξάλλου ο Παύλος τους υπόσχεται ότι ο Θεός θα τους ανταμείψει με «πασαν χάριν» (9,8) δεν αποκλείει από αυτές τις χάρες, τα υλικά αγαθά που θα τους επιτρέψουν «εν παντί πάντοτε πάσαν αυτάρκεθαν έχειν» και «εν παντί πλουτίζεσθαι» (9,8. 11)

Τα ευαγγέλια σκόπιμα επιμένουν, ύστερα από τον πολλαπλασιασμό όλα τα αγαθ.ατων άρτων, στα καλάθια που γεμίζουν με υπολείμματα (Μτ 14, 20 και 15,37 16, 9 εξ. ) ότι την τροφή και γενικότερα τα αγαθά μας τα χαρίζει ο Θεός. Η έννοια του χορτασμού είναι βαθύτατα πνευματική χριστιανική και σημαίνει ότι όποιος έρχεται στον Χριστό με πίστη και αγάπη, ούτε θα πεινά, ούτε θα διψά. Ο Θεός του δίνει όλα τα αγαθά και δεν τον αφήνει να του λείπει τίποτα, ούτε να ζηλεύει από κανέναν. Η ευαγγελική φτώχεια απαλλάσσει από κάθε σύμπλεγμα κατωτερότητας, από κάθε μνησικακία κρυφή. Μέσα στην ίδια του τη φτώχεια του, ο χριστιανός είναι πιο πλούσιος από τον κόσμο, και ο Απόστολος Παύλος φωνάζει ότι τα έχει όλα, ακόμα κι αν τον θεωρεί κανείς πάμπτωχο (2 Κορ. 6, 10). Αλίμονο στον «χλιαρό» που νομίζει ότι είναι πλούσιος, ενώ του λείπει ο μοναδικός θησαυρός (Απ. 3, 16 εξ). , Μακάριος είναι ο πτωχός και ο καταδιωκόμενος αυτός είναι πλούσιος (2, 9).

Ο πλούσιος, μέσα στις σκέψεις των ανθρώπων, έχει τη θέση του «καπάτσου», του έξυπνου, του προνοητικού επιχειρηματία, που έχει πετύχει το «αδύνατο» για πολλούς, να εξασφαλίσει δηλαδή το μέλλον του όχι μόνο του ίδιου, αλλά της οικογένειάς του, και τις οικογένειες των παιδιών του ακόμα, και ο Θεός, που του παραχωρεί την άνιση κατανομή των αγαθών, είναι ο μεγάλος απών της ιστορίας. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος, ο σώφρων, ο ορθολογιστής, για τον Θεό είναι άφρων. Κι άφρων, σύμφωνα με τον 13ο Ψαλμό, είναι μόνο ένας: εκείνος που θέλει να πιστεύει ότι δεν υπάρχει Θεός. Θεωρητικά βέβαια πουθενά στη ευαγγελική παραβολή δεν φαίνεται η αμφισβήτηση της ύπαρξης του Θεού από τον πλούσιο. Ουσιαστικά όμως ζει και πλουτίζει χωρίς Θεό, αφού δεν υπολογίζει τον θάνατο. Αλλά κι εμείς σήμερα το με τον ίδιο τρόπο δεν ζούμε; Υπολογίζουμε μόνο το «σήμερα, το τώρα». «Φάγωμεν πίωμεν αύριο γαρ «αποθνήσκωμεν». Το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής μας, τον θάνατο, ούτε τον υπολογίζουμε, ούτε τον λαμβάνουμε υπόψη μας. Είμαστε λοιπόν και εμείς άφρονες. Και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από τον πλούσιο της ευαγγελικής περικοπής. Αυτός τουλάχιστον ήταν πλούσιος. Εμείς ούτε πλούσιοι είμαστε, ούτε υπάρχει προοπτική πλουτισμού μας, κι όμως συμπεριφερόμαστε σαν τον πλούσιο, χωρίς να σκεφτόμαστε τον Θεό. Συμπεριφερόμαστε σαν να πρόκειται να ζήσουμε αιώνια εδώ στη γη, χωρίς να υπολογίζουμε τον χάρο, που καραδοκεί. Κι όμως το «άφρων τούτη τη νυχτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου» είναι αναπόδραστο και ακαταμάχητο. Τότε η αυλαία της ζωής μας πέφτει και δίνει τέλος στο θέατρο της ζωής μας. Ο θάνατος είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων, «οδός πάσης γης». Ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να σωθεί από τον σωματικό θάνατο. Όλη η ανθρωπότητα βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του. Κι αυτό που δίνει ισχύ σε αυτήν την σκληρή κυριαρχία είναι η αμαρτία. «Η αμαρτία είναι το κέντρο του θανάτου» (1η Κορ. 15, 36). Μπορεί, όμως, ο άνθρωπος με τη βοήθεια του Κυρίου να σωθεί από τον πνευματικό θάνατο. Ο Χριστός αναλαμβάνει τον θάνατό μας, πεθαίνοντας ο ίδιος για μας. Όποιος πιστεύει σε Αυτόν, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τον θάνατο, γιατί κι όταν πεθάνει θα ζήσει (Ιω 11, 25).

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου