Αποδείχτηκε στις πρόσφατες εκλογές ότι τον φασισμό δεν τον πολεμάς με τροπολογίες και νομοθετικές διατάξεις. Πιθανώς, με αυτόν τον τρόπο να τον ενισχύεις. Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής μπορεί να είναι στη φυλακή αφού ηγήθηκε μιας εγκληματικής οργάνωσης. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι έχει ξεριζωθεί από την κοινωνία.
Κι αυτό αποδείχτηκε από το γεγονός ότι παρότι απαγορεύτηκε στον έγκλειστο Κασιδιάρη να συμμετέχει στις εκλογές κόμμα υπό την ηγεσία του, αρκούσε μια δήλωσή του για ένα άγνωστο μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες πολιτικό φορέα, ώστε να μπει στη Βουλή και μάλιστα με άνεση.
Μπορεί, δηλαδή, τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» να έκαναν μέτωπο απέναντι στον φασισμό, αυτός όμως συνέχισε να υπάρχει μέσα στην κοινωνία. Μια κοινωνία φοβισμένη, οργισμένη, χωρίς προσανατολισμό, που ενημερώνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και που ένα μεγάλο μέρος της είναι έτοιμο να πιστέψει αδιανόητες θεωρίες συνωμοσίας.
Η ελληνική κοινωνία πρέπει να ξεπεράσει το φόβο, να κλείσει τα αυτιά τις ακραίες φωνές και να ανοίξει τα μάτια σε έναν κόσμο που χρειάζεται περισσότερη δικαιοσύνη, περισσότερη ισότητα, περισσότερες ευκαιρίες για όλους.
Αυτό που φάνηκε στις πρόσφατες εκλογές είναι η απουσία μιας πραγματικά προοδευτικής παράταξης, που θα εκφράσει αυτό το όραμα. Μιας παράταξης που θα εκπροσωπεί τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Που θα μιλάει για δικαιοσύνη και που θα αναζητά λύσεις στα μεγάλα προβλήματα και στις κοινωνικές ανισότητες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να διαδραματίσει αυτό τον ρόλο σε προηγούμενες εκλογές. Αυτή τη φορά, δεν τα κατάφερε. Τα ηγετικά του στελέχη πρέπει να αναζητήσουν απαντήσεις στα ερωτήματα γι αυτή την αποτυχία. Για την αποτυχία της προοδευτικής αριστεράς να πείσει την κοινωνία για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός εναλλακτικού προγράμματος που θα οικοδομεί σχέσεις εμπιστοσύνης και δεν θα επιτρέπει στους πολίτες να παρασύρονται από τα κελεύσματα της ακροδεξιάς.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας είναι ιδιαίτερα προβληματισμένο και ανήσυχο μετά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό που χρειάζονται οι πολίτες, οι οποίοι νιώθουν ότι επιστρέφουμε στη μαύρη περίοδο της κοινοβουλευτικής μη κανονικότητας είναι η ελπίδα ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Ότι είναι η ώρα της επανεκκίνησης για την πολιτική και για την προοδευτική αριστεράς. Το οφείλει πρώτα και κύρια στον εαυτό της.