Είναι σύνηθες να υπάρχουν υψηλοί τόνοι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Και με αυτό τον τρόπο οι πολιτικές δυνάμεις επιχειρούν να πείσουν για τις προγραμματικές τους θέσεις, ενώ επιδιώκουν, παράλληλα, να υποδομήσουν τους αντιπάλους τους, στην προσπάθεια να κατακτήσουν την εξουσία.
Η ένταση και οι υψηλοί τόνοι είναι προτιμότεροι από μια επίπλαστη εικόνα πολιτικής νηφαλιότητας. Η κοινωνία είναι ένας ζωντανός και διαρκώς μεταβαλλόμενος οργανισμός όπου υπάρχουν διαιρετικές γραμμές και αντιθέσεις. Είναι κατά συνέπεια αδύνατο αυτές οι αντιθέσεις να μην αντανακλώνται και στην πολιτική σκηνή.
Αρκεί η αντιπαράθεση να γίνεται χωρίς ακρότητες και δίχως να ξεπερνά τα όρια της λογικής και της πολιτικής ευπρέπειας. Ούτε να επανέρχονται απειλητικά διλήμματα και να χρησιμοποιούνται αφηγήματα τα οποία φοβίζουν και διχάζουν τους πολίτες.
Σε αυτή την προεκλογική περίοδο κάποιοι αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν να μην έχουν περάσει 11 χρόνια από τότε που έγινε για πρώτη φορά αξιωματική αντιπολίτευση, σαν να μην κυβέρνησε τη χώρα για μια τετραετία και σαν να μην αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού συστήματος.
Εν έτει 2023, επανέρχεται από ορισμένους η ρητορική περί «υποστηρικτών της 17Ν», για αυτούς «που θα κλείσουν τις τράπεζες», για αυτούς που «θέλουν την επιστροφή στη δραχμή». Όλα αυτά αποδεικνύουν την απόσταση που μας χωρίζει από την πολιτική κανονικότητα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Όσοι επαναφέρουν αυτά τα ζητήματα νομίζουν ότι με αυτό τον τρόπο μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα όμως απαξιωνουν το πολιτικό διάλογο και αυξάνουν περισσότερο τα ποσοστά δυσπιστίας της κοινής γνώμης απέναντι στο μιντιακό κατεστημένο. Το χειρότερο είναι ότι επιβεβαιώνουν εκείνους που πιστεύουν ότι πολιτική αντιπαράθεση σημαίνει ανταλλαγή ύβρεων και πολιτική τοξικότητα στην οποία ορισμένοι επενδύουν την πολιτική τους επιβίωση.
Όλο αυτό το αρρωστημένο σκηνικό, στο τέλος κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι όλοι είναι ίδιοι. Έτσι δεν γίνεται πραγματική συζήτηση και μάλιστα την ώρα που η χώρα αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις. Καμία σοβαρή συζήτηση δεν γίνεται για το μέλλον, για τη στρατηγική που πρέπει να χαράξει η Ελλάδα ώστε να βγει από τα αδιέξοδα της. Καμία ουσιαστική συζήτηση για τις προτάσεις των κομμάτων, για τις πιθανές προγραμματικές τους συγκλίσεις και για τους λόγους που αποκλίνουν τόσο πολύ τα προγράμματα τους, ενώ πρέπει να επιλυθούν συγκεκριμένα προβλήματα των πολιτών.