ΤΟΠΙΚΑ

Αυτοί είναι οι πιο ευάλωτοι εργαζόμενοι στον COVID – 19

αυτοί-είναι-οι-πιο-ευάλωτοι-εργαζόμεν-694272

Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της πανδημίας σε τοπικό επίπεδο από την πρωτοποριακή έρευνα της ομάδας του Κωνσταντίνου Γουργουλιάνη

Εστίαση και εκπαίδευση φαίνεται να αποτελούν την «αχίλλειο πτέρνα» της κοινωνίας στον Βόλο, εν μέσω πανδημίας του COVID-19. Οι εργαζόμενοι στον τομέα εστίασης έχουν κατά 22% μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσούν σε σχέση με τους εργαζομένους άλλων κλάδων ή τους συνταξιούχους, ενώ ταυτόχρονα το ένα τρίτο των νεοδιαγνωσθέντων ασθενών ανήκει στον κλάδο της διδασκαλίας και εκπαίδευσης με την πλειονότητα (20%) να είναι φοιτητές Πανεπιστημίου.

Ρεπορτάζ: ΕΛΕΝΗ ΧΑΝΟΥ

Τα παραπάνω καταδεικνύει σημαντική μελέτη που εκπόνησε η Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε τυχαίο δείγμα πολιτών στον Βόλο, πριν το δεύτερο lockdown και έναν μήνα μετά και δημοσιεύτηκε σε μεγάλο διεθνές περιοδικό ως η πρώτη επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα που αποτυπώνει πραγματικά στοιχεία εν μέσω πανδημίας.

Τα ευρήματα όμως της μελέτης δίνουν και σημαντικά κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά. Στην έρευνα διαπιστώνεται ότι υπάρχουν ουσιαστικές ανισότητες στην υγεία μεταξύ διαφορετικών επαγγελματικών καταστάσεων. Οι εργαζόμενοι στην εστίαση είναι πιο ευάλωτοι έναντι άλλων κλάδων, όπως και οι γυναίκες που απασχολούνται στον κλάδο της υγείας σε χαμηλότερες θέσεις και την ίδια ώρα τα υψηλά ποσοστά θετικών στον κορονοϊό που όμως είναι άνεργοι, καταδεικνύουν τη δυσκολία πρόσβασης στο σύστημα υγείας και άρα στον έλεγχο της κατάστασης της υγείας τους.

Η μελέτη

Η μελέτη «Επαναλαμβανόμενος γρήγορος διαγνωστικός έλεγχος βάσει αντιγόνου για την εκτίμηση της επικράτησης της νόσου του κορονοϊού 2019 από την προοπτική της ευπάθειας των εργαζομένων πριν και κατά τη διάρκεια του κλειδώματος» έγινε στο πλαίσιο των rapid tests που διενήργησε η Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πραγματοποιήθηκε τα διήμερα της 6ης και 7ης Νοεμβρίου 2020 και 30ης Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου 2020.

Συνολικά 1.054 εθελοντές συμμετείχαν στο πρόγραμμα διαλογής πριν από την καραντίνα και 462 άτομα συμμετείχαν στο δεύτερο διήμερο πρόγραμμα διαλογής, το οποίο εφαρμόστηκε έναν μήνα μετά την έναρξη του lockdown.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου προγράμματος 88 στα 1.054 άτομα (8%) βρέθηκαν θετικά. Μάλιστα οι θετικοί είναι νεότερης ηλικίας σε σχέση με τους αρνητικούς και ανήκουν κυρίως στην ηλικιακή ομάδα των 20 έως 40 ετών.

Από τους θετικούς, το 35% είναι εργαζόμενοι στον τομέα της τροφοδοσίας – εστίασης. Το ένα τρίτο επίσης των θετικών προέρχεται από τον χώρο της εκπαίδευσης με το 20% να είναι φοιτητές Πανεπιστημίου. Αντιθέτως μόλις το 5% των θετικών προέρχεται από τον χώρο της υγείας και είναι όλες γυναίκες.

Τα αποτελέσματα του δεύτερου προγράμματος έδειξαν μείωση των θετικών στον κορονοϊό κατά σχεδόν 50%. Οι 22 από τους 462 δημότες (ποσοστό 4,7%) βρέθηκαν θετικοί στον κορονοϊό και μάλιστα παρατηρήθηκε μείωση του επιπολασμού του ιού στον ανδρικό πληθυσμό έναντι των γυναικών. Η πιο σημαντική μείωση του επιπολασμού των νεοδιαγνωσθέντων περιπτώσεων (−94%) παρατηρήθηκε σε άνδρες ηλικίας 19 – 39 ετών (9% από το 35% των μολυσμένων συμμετεχόντων). Αντίθετα, παρατηρήθηκε αύξηση 62% στον επιπολασμό νέων κρουσμάτων για γυναίκες ηλικίας 19 – 39, που αποτελούσαν το ένα τέταρτο των μολυσμένων συμμετεχόντων στο χρονικό σημείο του lockdown.

Ωστόσο, δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στις αναλογίες των συμμετεχόντων στις περισσότερες κατηγορίες εργασίας μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου προγράμματος ελέγχου. Μόνο το ποσοστό αυτών που εργάστηκαν στον τομέα της εκπαίδευσης μειώθηκε στο ήμισυ στο δεύτερο πρόγραμμα παρακολούθησης (15% έναντι 35% σε ολόκληρο τον πληθυσμό).

Και στα δύο προγράμματα, διαπιστώθηκε ότι το 1/3 των θετικών ήταν ασυμπτωματικό.

Σχέση μεταξύ κοινωνικής τάξης και υγείας

Μέσω της μελέτης όμως αναδεικνύονται και κοινωνικά ζητήματα. Ενδιαφέρον χαρακτηρίζεται το εύρημα ότι οι εργαζόμενοι στον τομέα της εστίασης είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι θετικοί.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα αρκετά είναι τα χαρακτηριστικά στον συγκεκριμένο κλάδο που εκθέτουν τους εργαζόμενους σε κίνδυνο: η γειτνίαση με πολλούς ανθρώπους, οι συζητήσεις πρόσωπο με πρόσωπο, η συνύπαρξη ατόμων με διαφορετικό πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο.

«Η έρευνα υποστηρίζει σχέση μεταξύ κοινωνικής τάξης και υγείας και διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν ουσιαστικές ανισότητες στην υγεία μεταξύ διαφορετικών επαγγελματικών καταστάσεων, καθώς το επάγγελμα είναι αναμφίβολα το θεμέλιο για την ταξική διαφοροποίηση στις σύγχρονες κοινωνίες. Έχει πρόσφατα τεκμηριωθεί ότι οι εργαζόμενοι χαμηλού επιπέδου είναι λιγότερο πιθανό να απαιτήσουν εξοπλισμό μείωσης του κινδύνου και μέτρα ελέγχου των λοιμώξεων ή να έχουν τη διαπραγματευτική δύναμη να το αποκτήσουν. Οι εργαζόμενοι χαμηλού επιπέδου είναι επίσης λιγότερο πιθανό να θεωρηθούν πολύτιμοι και δύσκολο να αντικατασταθούν από τους εργοδότες τους, να κατανοήσουν τις διαδρομές μεταφοράς COVID-19 και να συμμορφωθούν με τις στρατηγικές μείωσης του κινδύνου ή να εφαρμόσουν τις δικές τους», καταγράφει η έρευνα.

Πιο ευάλωτες νοσοκόμες και προσωπικό σε «χαμηλότερα» πόστα

Αντιθέτως, αν και αναμενόταν υψηλότερος κίνδυνος μετάδοσης στο νοσοκομείο σε εργαζομένους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, σε αυτή τη μελέτη, διαπιστώθηκε ότι οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης δεν παρουσίασαν υψηλότερες πιθανότητες θετικότητας από τους υπόλοιπους κλάδους εργαζομένων. «Ωστόσο, παρά τους υψηλούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν συχνά οι γιατροί, οι νοσοκόμες και άλλο προσωπικό υγείας, οι εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας χαμηλότερης κατάστασης είναι γενικά πιο πιθανό να εκτεθούν στον COVID-19 στο χώρο εργασίας, από εκείνους σε επαγγέλματα σε υψηλότερα πόστα. Οι εργαζόμενοι σε υψηλότερα πόστα έχουν καλύτερη πρόσβαση σε μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου, όπως συχνή αποχέτευση, αναγκαστική απόσταση, εξοπλισμό ατομικής προστασίας και καλύτερα συστήματα αερισμού και φιλτραρίσματος αέρα», καταγράφεται στην μελέτη.

Οι γυναίκες πιο ευάλωτες

Στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι όλοι οι νέοι ασθενείς με κορονοϊό που προέρχονται από τον τομέα της υγείας είναι γυναίκες (το 5% των θετικών) λίγο πριν το lockdown.

«Oι γυναίκες απασχολούνται δυσανάλογα σε επαγγέλματα υψηλότερου κινδύνου έναντι του COVID-19, όπως καθαρίστριες και εργαζόμενες προσωπικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού μακροχρόνιας φροντίδας. Αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων έχουν συχνά χαμηλή αμοιβή και επικίνδυνες συνθήκες και απαιτούν άμεση επαφή με άτομα», καταγράφεται στη μελέτη.

Ανεργοι δεν μπορούν να υποβληθούν σε τεστ

Η μελέτη δεν έδειξε σημαντικές διαφορές στην πιθανότητα θετικότητας για διαφορετικές κατηγορίες θέσεων εργασίας κατά το lockdown, αναμενόμενο αποτέλεσμα λόγω της ανεργίας μετά την έναρξη των εκτεταμένων περιορισμών.

Είναι σημαντικό, όμως, ότι ένα ποσοστό (περίπου 10%) του πληθυσμού στη μελέτη και στα δύο προγράμματα ελέγχου, είναι άνεργο. «Είναι σημαντικό ότι το ποσοστό των ανέργων μολυσμένων ατόμων ήταν σημαντικά υψηλότερο στο δεύτερο πρόγραμμα διαλογής από το πρώτο. Ως εκ τούτου, εξίσου σημαντικό για τον έλεγχο του COVID-19 είναι τα αποτελεσματικά προγράμματα ανίχνευσης του κορονοϊού που βασίζονται στην κοινότητα και δωρεάν ή χαμηλού κόστους τεστ που να επικεντρώνονται στον ανασφάλιστο πληθυσμό που έχει δυσκολία πρόσβασης στο σύστημα υγείας», καταγράφει η μελέτη.

Οι επισκέψεις στα σούπερ μάρκετ παράγοντας κινδύνου

Η μελέτη επίσης διαπιστώνει ιογενή μετάδοση σε σούπερ μάρκετ που συχνάζουν πολλοί άνθρωποι κατά τη διάρκεια του lockdown.

«Μεγαλύτερος αριθμός ατόμων σε καταστήματα και ουρές αυξάνουν την πιθανότητα μόλυνσης και καθιστούν δύσκολη τη διασφάλιση της διατήρησης των περιορισμών κοινωνικής απόστασης, ενεργώντας σαν οδός για την εξάπλωση της νόσου τόσο για τους πελάτες όσο και για τους εργαζόμενους. Τα στοιχεία από αυτήν τη μελέτη δείχνουν ότι η στενή παρακολούθηση είναι απαραίτητη για την αποτροπή της μεγάλης κλίμακας εξάπλωσης του ιού σε τέτοια μέρη», καταγράφει η μελέτη.

Η συμβολή της μελέτης

Η συγκεκριμένη μελέτη ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη διερεύνηση του επιπολασμού της λοίμωξης SARS-CoV-2 και του αντίκτυπου των μέτρων στο ποσοστό των νοσούντων υπό το πρίσμα της ευπάθειας των εργαζομένων στον COVID-19 στην Ελλάδα.

Ωστόσο η κύρια συμβολή αυτής της μελέτης ήταν να επιβεβαιώσει ότι η παροχή επαναλαμβανόμενων παρεμβάσεων στον πληθυσμό, είναι μια κρίσιμη παράμετρος για τον έλεγχο και τη μείωση της εξάπλωσης της πανδημίας.

Τη μελέτη συνέγραψαν οι ακαδημαϊκοί των τμημάτων Νοσηλευτικής, Πνευμονολογίας, Δημόσιας Υγείας και Μηχανολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ουρανία Κοτσίου, Ιωάννης Πανταζόπουλος, Δημήτριος Παπαγιάννης, Ευάγγεος Φραδέλος, Νικόλαος Κανελλόπουλος, Δήμητρα Σιαππαζίδου, Παρασκευή Κιργκού, Δήμητρα Μούλιου, Αθανάσιος, Κυρίτσης, Γεώργιος Καλαντζής, Γεώργιος Σαχαρίδης και από το Κέντρο Υγείας Βόλου, ο αντιδήμαρχος Κοινωνικής Μέριμνας και Αλληλεγγύης Ευθύμιος Τζούνης, υπό την επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή πνευμονολογίας και διευθυντή της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Κωνσταντίνου Γουργουλιάνη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου