ΒΕΛΕΣΤΙΝΟ

Σε κοινή θέα μετά από 3.700 χρόνια ~ ΚΤΙΡΙΑ ΠΟΥ ΧΡΟΝΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ 1.700 Π.Χ.

σε-κοινή-θέα-μετά-από-3-700-χρόνια-κτιρια-π-97922

Οικιστικό σύνολο θα αποσπαστεί και θα μεταφερθεί σε παρακείμενο χώρο στην περιοχή της Κάρλας

Καινοτόμα παρέμβαση θα πραγματοποιηθεί, για πρώτη φορά για τα δεδομένα της Θεσσαλίας, σε σημαντικό οικιστικό σύνολο μεσοελλαδικής εποχής, που αποκαλύφθηκε στην περιοχή της Κάρλας, το οποίο θα αποσπαστεί, θα μεταφερθεί και θα αποτεθεί σε παρακείμενο χώρο. Πολύ σημαντικό προϊστορικό μνημείο αποτελεί το εν λόγω οικιστικό σύνολο, που εντοπίστηκε και ερευνήθηκε στη θέση «Τσιγγενίνα» κατά μήκος του Συλλεκτήρα 6, το οποίο και με απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου θα αποσπαστεί από τη θέση του και θα μεταφερθεί σε παρακείμενο χώρο, λίγα μέτρα ανατολικότερα των εντοπισθέντων αρχαιοτήτων. Η παραπάνω παρέμβαση γίνεται, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο «Κατασκευή υπολειπόμενων εργασιών έργου επαναδημιουργίας λίμνης Κάρλας, Α’ Φάση» με την ολοκλήρωση της κατασκευής του Συλλεκτήρα 6 που ανήκει στην Π.Ε. Μαγνησίας και θα μεταφέρει ύδατα από τους ορεινούς όγκους της περιοχής.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Για πρώτη φορά επιχειρείται, στην περιοχή μας, η μεταφορά ενός τόσο μεγάλου ευρήματος, το οποίο καταλαμβάνει, σημειωτέον, έκταση 280 τμ περίπου. Το οικιστικό σύνολο που εντοπίστηκε σε βάθος 3 περίπου μέτρων, χρονολογείται στα 1.700-1.600 π.Χ., ανήκει στη Μέση Εποχή του Χαλκού – αρχές της ύστερης και είναι ένα πολύ ιδιαίτερο εύρημα, διότι είναι ουσιαστικά ένα σύμπλεγμα δύο κτιρίων.

Το ένα από τα δύο κτίρια εγκαταλείφθηκε σταδιακά, χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος και το δεύτερο αποτέλεσε την κύρια κατοικία των ενοίκων, οι οποίοι ασχολούνταν με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, πριν από 3.700 χρόνια περίπου.

Αποτελεί τμήμα ενός μεγάλου οικισμού που δεν έχει διερευνηθεί ακόμη και εκτείνεται στα δεξιά και αριστερά του εντυπωσιακού οικιστικού συνόλου, που βρέθηκε στη θέση Τσιγγενίνα της Κάρλας.

Το εν λόγω οικιστικό σύνολο θα μεταφερθεί, προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατασκευή του Συλλεκτήρα 6, θα παραμείνει ορατό και επισκέψιμο στο κοινό, ενώ έχουν εκπονηθεί παράλληλα μελέτες κατασκευής μόνιμων στεγάστρων και ανάδειξης των δύο κτιρίων.

«Στην περιοχή που αναπτύσσεται το έργο της Κάρλας, υπάρχει ιδιαίτερος αρχαιολογικός πλούτος, με πολλούς γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους που χρονολογούνται από την προϊστορική μέχρι και τη μεταβυζαντινή περίοδο και όπου έχουν πραγματοποιηθεί κατά καιρούς, κυρίως με αφορμή την εκτέλεση μεγάλων δημόσιων έργων, επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες. Επειδή το έργο καλύπτει μια πολύ μεγάλη περιοχή, ήταν εξαιρετικά δύσκολο η όδευση των Συλλεκτήρων και των σχετιζόμενων με αυτούς τεχνικών έργων, να αποφύγουν εντελώς τους αρχαιολογικούς χώρους. Εκτός αυτού, υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο αποκάλυψης νέων αρχαιοτήτων» όπως αναφέρει η Καλλιόπη Αλματζή, αρχαιολόγος της ΙΓ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των κτιρίων που έχουν βρεθεί στη θέση «Τσιγγενίνα», είναι θεμελιωμένα στο φυσικό έδαφος, κτισμένα σε παράλληλη διάταξη και «αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός οργανωμένου οικισμού της περιόδου αυτής. Μετά την εγκατάλειψη των κτιρίων η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο της ΥΕΧ, καθώς και για βιοτεχνικές εγκαταστάσεις της ίδιας περιόδου» όπως επισημαίνει η κ. Αλματζή.

Οι εργασίες για το μεγάλο έργο «Ταμιευτήρας Κάρλας και συναφή έργα» άρχισαν το 2001 και σταμάτησαν το 2006. Ως αντικείμενό του, το παραπάνω έργο, είχε την αντιπλημμυρική προστασία της περιοχής. Προέβλεπε την κατασκευή Ταμιευτήρα 42.000 στρεμμάτων στο ΝΑ τμήμα της πεδιάδας με την κατασκευή αναχωμάτων, όπου εκβάλλουν οι Συλλεκτήρες των υδάτινων όγκων που προέρχονται από τις Π.Ε. Μαγνησίας και Λάρισας, καθώς και από το φράγμα του Αχελώου.

Κατά μήκος του Συλλεκτήρα 6, που τροφοδοτεί τον Ταμιευτήρα με νερό από τους ορεινούς όγκους της Μαγνησίας, έχουν αποκαλυφθεί, όπως προαναφέρθηκε, αρχαιότητες, που θα διατηρηθούν ως ορατά και επισκέψιμα μνημεία, ενώ έγινε τροποποίηση της αρχικής μελέτης, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο, που ξανάρχισε το 2012 και θα ολοκληρωθεί το 2015.

Πολύ σημαντικά μνημεία

Η σημασία του παραπάνω οικιστικού συνόλου είναι εμφανής στην εισήγηση του αρχαιολόγου της ΙΓ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Δημήτρη Αγνουσιώτη και της Βασιλικής Αδρύμη-Σισμάνη, νυν επίτιμης διευθύντριας του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών. Η παραπάνω εισήγηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 3ου Συνεδρίου για το Αρχαιολογικό Εργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας και καθιστά σαφές ότι πρόκειται για «ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό μοντέλο, διαφορετικό από το συνηθισμένο τύπο του δίχωρου μεγάρου. Είναι το μεγαλύτερο που έχει αποκαλυφθεί στον οικισμό της Τσιγγενίνας, με συνολική επιφάνεια κάλυψης περίπου 280 τμ και διαθέτει σύνθετη αρχιτεκτονική μορφή, καθώς ουσιαστικά προήλθε από τη συνένωση δύο αρχικά ανεξάρτητων, μεγαροειδών κτιρίων, ενός αψιδωτού και ενός ορθογώνιου» τα οποία επικοινωνούσαν εσωτερικά.

Κατά την τελική φάση χρήσης των δύο κτιρίων, που σώζονται σε ύψος 1 περίπου μέτρου, και είναι κατασκευασμένα από πέτρες και λάσπη, πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές παρεμβάσεις, οι οποίες στόχευαν στην αρχιτεκτονική και λειτουργική ενοποίησή τους. Το νέο αρχιτεκτονικό σύνολο που δημιουργήθηκε, λειτούργησε ως μια ενιαία οικιστική μονάδα, γεγονός που συμπεραίνεται τόσο από τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όσο και από τη μελέτη του κεραμικού υλικού που εντοπίστηκε στα δύο κτίρια, το οποίο είναι σύγχρονο, έχει συνοχή και πληρότητα και βοηθάει σημαντικά στη διάκριση των διαφορετικών χρήσεων των επιμέρους χώρων του οικιστικού συνόλου.

Εντός των ευρύχωρων κτιρίων βρέθηκαν εστίες φωτιάς, πολλά αγγεία και μαγειρικά σκεύη, ενώ στο δωμάτιο που αποτελούσε το βασικό χώρο διαμονής των ενοίκων του οικιστικού συνόλου, βρέθηκαν αγγεία πόσης, πολλά κατά μήκος της βόρειας πλευράς, όπου πιθανότατα υπήρχε ένα ράφι που κατέρρευσε μετά την εγκατάλειψη του κτιρίου. Χύτρες και αγγεία που χρησίμευαν στην προετοιμασία και το μαγείρεμα της τροφής, εντοπίστηκαν κοντά στην εστία, ενώ βρέθηκαν παράλληλα και αρκετά αγγεία αποθήκευσης, όπως αμφορείς, υδρίες και δύο μεγάλα πιθάρια, τοποθετημένα δίπλα στους τοίχους του δωματίου. Επίσης βρέθηκε σχεδόν ακέραιο οξυπύθμενο αγγείο, τοποθετημένο πάνω σε μια λίθινη πλάκα, εντός του κτιρίου που χρησίμευε ως οικία.

Το εν λόγω οικιστικό σύνολο είναι μακράν το μεγαλύτερο σε έκταση μέσα στον προϊστορικό οικισμό που εντοπίστηκε στη θέση Τσιγγενίνα, απέκτησε σταδιακά πιο σύνθετη μορφή, αφού πραγματοποιήθηκε η συνένωση δύο αρχικά ανεξάρτητων κτιρίων για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού, ενώ ο μεγάλος αριθμός των αγγείων που βρέθηκαν στο εσωτερικό των δύο κτιρίων, αποκαλύπτουν πολύ σημαντικά στοιχεία για τη χρήση τους, χιλιάδες χρόνια πριν.

Εντυπωσιακή οικοσκευή

Στην οικοσκευή, δηλαδή τον κινητό εξοπλισμό που βρέθηκε στο αρχικό στρώμα εγκατάλειψης των δύο κτιρίων, περιλαμβάνονται 30 ακέραια ή σχεδόν ακέραια αγγεία και 100 ακόμη τμήματα, που ταυτίζονται με συγκεκριμένα αγγεία, 5.000 περίπου όστρακα (τμήματα αγγείων) και 30 μικρά ευρήματα.

Στα κινητά ευρήματα που προέρχονται από το παραπάνω οικιστικό σύνολο, κυριαρχεί η άβαφη χονδροειδής κεραμική, κυρίως από μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία ή μικρότερα μαγειρικά σκεύη διαφόρων σχημάτων, τα οποία είναι χειροποίητα, άβαφα και κατασκευασμένα από χονδροειδή πηλό. Τα κεραμικά αγγεία που προορίζονταν για καθημερινή χρήση, ήταν άβαφα και λεπτά, ενώ παράλληλα βρέθηκαν πολύ λίγα μικρά ευρήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται κυρίως λίθινα εργαλεία, όπως σφυριά, κρουστήρες, δρεπάνια και τριπτήρες, καθώς και υφαντουργικά σύνεργα, όπως λίθινοι και πήλινοι δίσκοι, πηνία και σφονδύλια, που χρησίμευαν για το γνέσιμο του μαλλιού.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου