Στον αέρα η διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της ΓΣΕΕ για την νέα εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Ενώ όλες οι πλευρές συμφωνούν στην ανάγκη της κατοχύρωσης του ρόλου των κοινωνικών εταίρων και προστασίας της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το περιεχόμενο της σύμβασης, καθώς και για τις επόμενες κινήσεις των κοινωνικών εταίρων.
Οι εργοδοτικοί φορείς είναι αρνητικοί στον καθορισμό του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, όπως ζητά η ΓΣΕΕ και σε κάθε επιβάρυνση άμεση ή έμμεση του κόστους εργασίας.
Η ΓΣΕΕ αντιπροτείνει την υπογραφή συμφωνίας σε ό,τι αφορά θεσμικούς όρους της σύμβασης όπως είναι οι άδειες λοχείας ή θανάτου, καθώς και να επισκεφτούν όλοι μαζί τον πρωθυπουργό ζητώντας να καταστεί και πάλι υποχρεωτική η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων και στις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων.
Για πρώτη φορά πάντως και μετά από σχεδόν έναν αιώνα η χώρα κινδυνεύει να μείνει χωρίς Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση και ενώ η μετενέργεια της προηγούμενης λήγει στις 14 Μαΐου, αφήνοντας ακάλυπτους περισσότερους από 350 χιλιάδες ανειδίκευτους εργαζόμενους που προστατεύονταν από τις ρυθμίσεις που περιλάμβανε.
Κάνοντας μία ιστορική αναδρομή στο διαδίκτυο, στην Ελλάδα η συλλογική σύμβαση εργασίας θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1935 με αναγκαστικό νόμο που αναφερόταν σε ζητήματα διαδικασίας των διαπραγματεύσεων περιεχομένου και έκτασης εφαρμογής και στον τρόπο επίλυσης των εργατικών διαφορών.
Στη Γερμανία είχε εισαχθεί από το 1918 και στη Γαλλία από το 1919.
Το 1975 η εθνική συλλογική σύμβαση αναγνωρίστηκε συνταγματικά. Η επίλυση των εργατικών διαφορών με συναινετικές διαδικασίες εισήχθη με τον νόμο 1876/1990 και με τον νόμο 1876/1999 το σύνολο σχεδόν των διαφορών εργοδοτών και εργαζομένων μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Με την υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου τον Φεβρουάριο του 2012, ορίστηκε ότι από τον Ιούλιο του 2012 «οι κατώτατοι μισθοί δεν θα καθορίζονται από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά θα νομοθετούνται από την κυβέρνηση κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους».
Ευτυχώς χθες είχαμε και μία ευχάριστη είδηση που μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο για τους εργαζόμενους.
Το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, ανατρέποντας εφετειακή απόφαση, δικαίωσε οδηγό αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης, ο οποίος απολύθηκε μετά το κλείσιμό της, χωρίς όμως να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, καθώς η συνεταιριστική οργάνωση επικαλέστηκε λόγους ανωτέρας βίας.
Ο Αρειος Πάγος, όπου οδηγήθηκε τελικά η υπόθεση, αποφάνθηκε ότι το Εφετείο έσφαλε στην κρίση του, καθώς δεν συντρέχει ανώτερη βία, αφού από τα πραγματικά περιστατικά της επίμαχης υπόθεσης θα «μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν με άλλες ενέργειες, όπως εξεύρεση άλλων πελατών, αλλαγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.λπ». Κατόπιν αυτών, οι αρεοπαγίτες αναβίωσαν ουσιαστικά την πρωτόδικη απόφαση με αποτέλεσμα ο οδηγός να λάβει την αποζημίωση των 32.495 ευρώ.