Στην Ελλάδα του 2012 δεν μπορείς να είσαι τίποτα… Ή μάλλον, καλύτερα, μας έχουν κάνει όλους να αισθανόμαστε ότι είμαστε ένα τίποτα.
Διότι είσαι ελεύθερος και δεν έχεις υποχρεώσεις, με τους μισθούς πλέον που δίνονται ελέω μνημονίου είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα είσαι καταδικασμένος απλά να υπάρχεις και να φυτοζωείς. Δεν έχεις δικαίωμα να κάνεις όνειρα και φυσικά καμία σκέψη για οικογένεια. Και βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι δουλεύεις, διότι υπάρχουν και μισό εκατομμύριο άνεργοι νέοι από 24 – 35 χρόνων που και τον καφέ, όποτε τον απολαμβάνουν, εξασφαλίζεται από το μισθό ή τη σύνταξη του μπαμπά.
Εάν είναι οικογενειάρχης, ζήτω που κάηκες. Από το πρωί που ξυπνάς μέχρι την ώρα που παραδίδεσαι στα χέρια του Μορφέα το μυαλό δεν σταματά να σκέφτεται. Πώς θα πληρωθεί το δάνειο και η Εφορία, πώς θα πληρωθούν οι ΔΕΚΟ, πώς θα πληρωθεί το ενοίκιο, πώς τα φροντιστήρια των παιδιών, ποιες περικοπές θα κάνεις από τη λίστα των αγορών στο σούπερ μάρκετ, τι θα γίνει με τη θέρμανση του σπιτιού, πώς… πώς…. πώς. Δεν υπάρχει καμία μικρή ή μεγάλη απόλαυση που να σου έχει απομείνει και αυτό που περιμένεις είναι να ξημερώσει η άλλη μέρα για να κάνεις ακριβώς τα ίδια πράγματα με την προηγούμενη.
Έχουμε δε προχωρήσει τόσο πλέον που έχει γίνει καθημερινότητα το άγχος και η αγωνία της επιβίωσης, που εάν μία μέρα… τα κουτσοβολέψουμε καλύτερα από την προηγούμενη… πανηγυρίζουμε κιόλας. Να περνάει ο καιρός δηλαδή και να παραμένουμε όρθιοι, παρακαλάνε οι περισσότεροι, αφού πλέον νιώθεις πως όλοι είναι σίγουροι ότι τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμη. Και όταν τους ακούω να το λένε, πραγματικά αναρωτιέμαι τι άλλο χειρότερο δηλαδή μπορεί να συμβεί, απάντηση όμως δεν έχω ούτε νομίζω ότι υπάρχει όσο συνεχίζουμε να βαδίζουμε στο άγνωστο με «βάρκα» προβλέψεις, εκτιμήσεις και μία σειρά από θεωρίες που τελικά οι τελευταίοι μήνες έδειξαν ότι στην δική μας περίπτωση -εννοώ της Ελλάδος- δεν έχουν καμία εφαρμογή.