ΤΟΠΙΚΑ

Στενάζουν τα καΐκια στο λιμάνι του Βόλου

στενάζουν-τα-καΐκια-στο-λιμάνι-του-βόλ-187707

Η κρίση χτύπησε και την «αγορά» που επί πενήντα και πλέον χρόνια κάθε πρωί ανοίγει μπροστά από την προβλήτα του Τελωνείου

Η ώρα είναι 11.30 το πρωί και όμως τα περισσότερα ψάρια είναι ακόμη απούλητα. Ο κόσμος πολύς στην προβλήτα του λιμανιού απέναντι από το δημαρχείο του Βόλου, όμως οι περισσότεροι πιάνουν κουβέντα με τους ψαράδες παρά αγοράζουν. Πριν από λίγα χρόνια μέσα σε δύο ώρες είχαμε ξεπουλήσει λένε με παράπονο οι ψαράδες που ωστόσο δείχνουν να έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως την αλλαγή προς το χειρότερο αφού και οι ίδιοι εκτός από ψαράδες είναι και καταναλωτές που βιώνουν επίσης στο πετσί τους τη ραγδαία μείωση της αγοραστικής δύναμης όλων.

Ρεπορτάζ: ΒΑΣΩ ΚΥΡΙΑΖΗ

Ψάρια φρεσκότατα που αλιεύτηκαν μέσα στη νύχτα και νωρίς το ξημέρωμα μέσα στον Παγασητικό. Μελανούρια, λιθρίνια, πεσκανδρίτσες, στα τελάρα, περιμένουν αγοραστή με τους ψαράδες με στεντόρεια φωνή να διαφημίζουν την «πραμάτεια τους». Από νωρίς το πρωί, με το πρώτο φως της ημέρας μέχρι και το μεσημέρι. Η προβλήτα απέναντι από το δημαρχείο του Βόλου, δίπλα από το Τελωνείο, μετατρέπεται σε μία υπαίθρια -εάν μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς έτσι- αγορά αλιευμάτων για όλα τα γούστα και τις προτιμήσεις. Ανάλογα με την εποχή και τα είδη ψαριών που βγαίνουν για πούλημα. Πρώτοι και καλύτεροι νωρίς το πρωί, κάνουν τις αγορές τους οι ιδιοκτήτες των ουζερί, που σπεύδουν να προλάβουν τα φρέσκα ψάρια και αργότερα άλλοι καταναλωτές. Οι τιμές από καΐκι σε καΐκι δεν διαφέρουν. Ολοι έχουν τους πελάτες τους, η ζήτηση όμως μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, μειώνεται διαρκώς. Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει σοβαρό πλήγμα και σε αυτόν τον τομέα. Το μόνο που κρατάει ακόμη «ζωντανό» τον κλάδο είναι ότι οι Βολιώτες έχουν εντάξει στη διατροφή τους το ψάρι.

Η ζήτηση βέβαια όπως τονίζουν οι ίδιοι οι ψαράδες έχει μειωθεί τουλάχιστον 40% παρά το γεγονός ότι το κόστος παραμένει υψηλό για τους ίδιους και οι τιμές έχουν πέσει σημαντικά καθώς προκειμένου να μην μείνει απούλητη η ψαριά, τα περισσότερα είδη πουλιούνται πλέον μισοτιμής. Την ίδια ώρα το κόστος για τους ψαράδες είναι ιδιαίτερα υψηλό όπως τονίζουν οι ίδιοι. Ακριβό το πετρέλαιο, δυσβάσταχτα τα έξοδα συντήρησης

Που ‘ναι τα… χρόνια

Ο Θανάσης Κυριαζής, από το Κεραμίδι, έμαθε τη δουλειά του ψαρά από τον πατέρα του. Επί πενήντα περίπου χρόνια σχεδόν κάθε πρωί και αφού όλο το βράδυ πλέει με το καΐκι του στα ανοιχτά του Παγασητικού για να απλώσει δίχτυα, αράζει το καΐκι μπροστά στην προβλήτα του Τελωνείου. Ξέρει τους πελάτες του με το μικρό τους όνομα, ενώ ακόμη και περαστικοί που σταματούν τον γνωρίζουν πλέον τόσο καλά που σπεύδουν από μακριά ακόμη και να μην αγοράσουν για να τον χαιρετήσουν. «Κάποτε τέτοια ώρα είχαμε ξεπουλήσει και είχαμε φύγει, τώρα φωνάζουμε εμείς τους πελάτες από μακριά για να πουλήσουμε όσο πιο χαμηλότερα μπορούμε για να μη μας μείνουν τα ψάρια» είπε χθες στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, δείχνοντας με καμάρι τις φρέσκιες πεσκανδρίτσες που είχαν απομείνει για πούλημα.

Σύμφωνα με τον κ. Κυριαζή οι περισσότεροι πλέον αναζητούν το φθηνό ψάρι, καθώς η αγοραστική τους δυνατότητα έχει μειωθεί. «Είμαστε και εμείς καταναλωτές και γνωρίζουμε ότι ο κόσμος έχει πρόβλημα. Δεν έχει χρήματα για αυτό και προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τις τιμές μας ανάλογα. Ολοι πρέπει να ζήσουμε» συμπληρώνει ο ίδιος.

Στον ίδιο τόνο και ο Νίκος Σαλαμούρας από τη Μηλίνα, που κάθε μέρα με το καΐκι του προσεγγίζει την προβλήτα του λιμανιού με φρεσκότατα ψάρια. Επί 52 ολόκληρα χρόνια σχεδόν κάθε μέρα -καιρού επιτρέποντος- κάνει το ίδιο θαλάσσιο δρομολόγιο. Δυόμιση ώρες για να φτάσει στο Βόλο και να πουλήσει τα ψάρια του, παρά το υψηλό κόστος που συνεπάγεται αυτή η μετακίνηση.

«Δυστυχώς οι καταναλωτές έχουν περιορίσει πολύ τις αγορές τους. Ο κόσμος έρχεται, ρωτάει τις τιμές και τον βλέπεις ότι μαζεύεται. Θέλει να αγοράσει, λαχταράει το φρέσκο ψάρι αλλά δεν μπορεί όπως παλαιότερα» σημειώνει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, προβληματισμένος ως επαγγελματίας για τη ραγδαία μείωση της ζήτησης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου