Βάσω Κυριαζή: Οι φοβίες κλείνουν τα στόματα

βάσω-κυριαζή-οι-φοβίες-κλείνουν-τα-στό-189011

Αποκαλυπτικό είναι το δημοσίευμα της Καθημερινής σύμφωνα με το οποίο το «φακελάκι ζει και βασιλεύει». Όμως ελάχιστες περιπτώσεις έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη. Γιατί; Διαβάστε παρακάτω και θα καταλάβετε.

«Πρώτον, η λανθασμένη διαδικασία καταγγελίας των συγκεκριμένων περιστατικών. Δεύτερον, η απροθυμία των ίδιων των θυμάτων να προβούν σε καταγγελίες εξαιτίας της ευαισθησίας του θέματος και, τρίτον, μια ενδεχόμενη υπερβολή όσον αφορά την πραγματική έκταση αλλά και φύση του προβλήματος».

Οσον αφορά το πρώτο, όπως εξηγεί στέλεχος που υπηρετεί στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων η συγκεκριμένη υπηρεσία είναι στην πραγματικότητα ο μοναδικός φορέας στην Ελλάδα που μπορεί να πραγματοποιήσει μια επιχείρηση σύλληψης ιατρού. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι ίδια για όλες τις περιπτώσεις δωροδοκίας. Στήνεται μια επιχείρηση παρακολούθησης σε συνεργασία με το άτομο που κάνει την καταγγελία, ορίζονται οι συνθήκες και το μέρος της παράδοσης των χρημάτων. Υστερα οι αστυνομικοί σε συνεννόηση με εισαγγελική αρχή προσημειώνουν τα χαρτονομίσματα που θα παραδοθούν, δηλαδή με «αόρατο» μαρκαδόρο γράφεται ένας συγκεκριμένος κωδικός επάνω στα χαρτονομίσματα. Γίνεται η παράδοση, υπό την παρακολούθηση της Αστυνομίας, και ο δωροδοκούμενος πιάνεται επ’ αυτοφώρω. «Μόνο έτσι μπορεί η υπόθεση να σταθεί στο δικαστήριο», υπογραμμίζεται από τον ίδιο άνθρωπο.
Η καταγγελία εκ των υστέρων δεν έχει καμία χρησιμότητα, τουλάχιστον από μόνη της. Αρκετές από τις καταγγελίες γίνονται στα ίδια τα νοσοκομεία. Κάποιες στο υπουργείο Υγείας, άλλες στο σώμα επιθεωρητών Υγείας ή σε ανεξάρτητους φορείς, όπως η Διεθνής Διαφάνεια. Εάν οι αποδέκτες της καταγγελίας γνωρίζουν τη διαδικασία και έχουν διάθεση να σπάσουν τα αποστήματα, παραπέμπουν άμεσα τους καταγγέλλοντες στις εσωτερικές υποθέσεις της ΕΛ.ΑΣ.

Η οργάνωση «Διεθνή Διαφάνεια» έχει δεχθεί ορισμένες σχετικές καταγγελίες, ωστόσο, όπως επισημαίνουν στελέχη της, ελάχιστες είναι αξιοποιήσιμες.
«Εχουμε αρκετές καταγγελίες αλλά ελάχιστες καταδίκες. Επιπλέον, μέχρι να αποσυρθεί ο νόμος Ρουπακιώτη που νομιμοποιούσε τα φακελάκια, πρόλαβαν και άδειασαν όλες οι ανάλογες υποθέσεις που είχαν συσσωρευτεί από τα προηγούμενα χρόνια», παρατηρεί από την πλευρά του ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής, δίνοντας ωστόσο μια διαφορετική εικόνα του προβλήματος: «Ενώ φαίνεται να είναι αρκετοί οι γιατροί που παίρνουν “δώρα” εκ των υστέρων, στην πραγματικότητα είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που απαιτούν χρήματα προκειμένου να κάνουν τη δουλειά τους» λέει ο κ. Ρακιντζής, επισημαίνοντας ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι πολίτες δίνουν χρήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν μια καλύτερη αντιμετώπιση, για παράδειγμα να χειρουργηθούν από έναν καθηγητή και όχι από «απλό» γιατρό.

Είμαι σίγουρη ότι όταν θα βρούμε το θάρρος εμείς οι πολίτες να αντιμετωπίσουμε τις φοβίες και τα ταμπού και να καταγγείλουμε δημοσίως φαινόμενα διαφθοράς τότε σίγουρα μπορούμε να ελπίζουμε σε μία κοινωνία καλύτερη. Διότι υπάρχουν και περιπτώσεις που οι ίδιοι οι πολίτες από μόνοι τους και χωρίς να τους ζητηθεί, κάνουν «δωράκια». Πιστεύοντας φυσικά λανθασμένα ότι έτσι θα τύχουν καλύτερης περίθαλψης. Και διαιωνίζεται μία δυσάρεστη κατάσταση που δεν τιμά κανέναν. Ούτε αυτόν που «λαδώνεται» ούτε φυσικά αυτόν που λαδώνει. Και το σύστημα παραμένει σάπιο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου