ΤΟΠΙΚΑ

Η εξομολόγηση

η-εξομολόγηση-851206

Η καμπάνα της Μεγάλης Παρασκευής χτυπάει αργά και πένθιμα. Ο κύριος Μ. στέκει μπροστά στον Άγιο Νικόλαο. Μονολογεί:
«Λοιπόν, Κύριε, σήμερα σου εξομολογούμαι. Όχι με κούφιες προσευχές και με γονυκλισίες, αλλά με τον τρόπο του ανθρώπου που έχει πλήρη συνείδηση της ανθρωπιάς του.
Μη θεωρήσεις ότι αυτό το λέω επειδή με σπρώχνει κάποια άνανδρη μετάνοια. Δεν είναι έπαρση να πω πως πάντα φρόντιζα να πληρώνω τα λάθη μου, και μάλιστα μετρητοίς, ώστε γι’ αυτά, νομίζω, δε χρωστάω τίποτα. Ούτε με ωθεί κάποιος ανομολόγητος υπολογισμός. Δεν άνοιξα ποτέ παρτίδες με τη λογιστική, τόσα πάνω, τόσα κάτω, αυτές είναι οι αμαρτίες μου, εξομολογούμαι, ξοφλήσαμε οι δυο μας, δώσε μου τώρα τον παράδεισο που μου υποσχέθηκες. Γενικά ποτέ δε μου άρεσε να σκύβω το κεφάλι και να μουρμουρίζω «συγγνώμη, μπαμπά, έκανα λάθος, δε θα το ξανακάνω άλλη φορά». Όχι γιατί κι εγώ δε θα μπορούσα να πω κάτι τέτοιο. Το αντίθετο μάλιστα. Μπορώ μια χαρά να λέω μεγάλες κουβέντες, αλλά δε θέλω, δεν το καταδέχομαι.
Κι ούτε σκοπεύω να ζητήσω συγγνώμη για κάτι που είναι στη φύση μου να κάνω. Πώς, δηλαδή; Χωρίς να έχω φταίξει σε τίποτα, να μετανοώ, να χύνω δάκρυα, να ξεγελάω τον εαυτό μου σε σημείο που πια να μην καταλαβαίνω ότι υποκρίνομαι; Κάτι τέτοιο θα ήταν βλασφημία απέναντι σε σένα, που όπως λένε οι Γραφές, με έκανες όπως είμαι. Αυτές οι συγκινήσεις, οι μετάνοιες, οι υποσχέσεις ότι από τώρα και στο εξής θα είμαι κάποιος άλλος, πολύ καλά το ξέρεις, δεν είναι παρά ψέματα, τιποτένια και βρομερά ψέματα, που μόνο όποιος δε σέβεται τον εαυτό του μπορεί να ξεστομίσει. Αλήθεια, υπάρχει μεγαλύτερη ύβρις από αυτή, να μη σέβομαι τη φύση που εσύ μου έχεις δώσει;
Θα με ρωτήσεις όμως γιατί εξομολογούμαι. Κύριε, σήμερα κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα και ίσως μηχανεύομαι διάφορους τρόπους να ξεγελάσω την πλήξη μου. Μπορεί και να ’ναι αυτό. Εξέτασέ το λίγο, μάλλον αυτό είναι. Άλλωστε πόσες φορές δε μου ’τυχε να πλάσω καταστάσεις, για να ζήσω ύστερα μέσα σ’ αυτές; Ήξερα καλά πως ήταν κάτι τεχνητό, πως δεν υπήρχε κανένας λόγος για να πιστέψω το αντίθετο, μα βίωνα αυτές τις καταστάσεις σα να ήταν αληθινές, και καταντούσα να παραδεχτώ ότι ήταν. Πάντα στη ζωή μου μού άρεσε να στήνω τέτοιες μηχανές, στο βάθος της καρδιάς μου όμως δεν πίστευα στην αλήθεια τους, την κορόιδευα. Και πάντα από ανάγκη, Κύριε, απ’ την ανάγκη να μη στηρίζομαι ποτέ σε τίποτα και κανέναν, να με σηκώνουν, όσο με σηκώνουν, μόνο τα δικά μου πόδια. Με την έννοια αυτή η αναφορά μου σήμερα σε σένα και η εξομολόγηση είναι άκυρες, δεν τους δίνω κι ούτε κι εσύ πρέπει να τους δίνεις σημασία.
Το είπα και πιο πριν. Και το ξαναλέω: Δεν μου αρέσει να σκύβω το κεφάλι και να ψελλίζω «συγγνώμη, μπαμπά…».

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου