ΤΟΠΙΚΑ

Το άσπρο κουτάβι

το-άσπρο-κουτάβι-851206

Μετά το μεσημέρι η Ίρις βγήκε στο μπαλκόνι και πιάστηκε απ’ τα κάγκελα. Σε λίγο είδε από απέναντι να την κοιτούν δύο ζευγάρια μάτια. Τώρα αναγνώρισε τα αχτένιστα κεφαλάκια και τα παλιόρουχα των Αναστασίου. Η Ίρις παράτησε τα κάγκελα κι ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια. Ύστερα, δίστασε. Ξαναπιάστηκε από τα κάγκελα, το είχε αποφασίσει, σήκωσε το χέρι κι έκανε νεύμα στα δυο κορίτσια να κατέβουν.
Βγήκε τρέχοντας στην αυλή. Οι Αναστασίου πλησίαζαν στο φράχτη. «Γεια» είπε η Ίρις. Ξαφνιάστηκαν τόσο που σταμάτησαν δυο μέτρα μακριά απ’ την καγκελόπορτα. Η Άννα χαμογέλασε με το χαζό της χαμόγελο. Η Αυγούλα μας κοιτούσε. «Αν θέλετε, μπορείτε να δείτε το καινούριο μας σκυλόσπιτο. Και το άσπρο κουτάβι που μου αγόρασε ο μπαμπάς» είπε η Ίρις. Αλλά η Άννα έγινε κατακόκκινη κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Δε θέλετε;» ρώτησε η Ίρις. Η Άννα μαζεύτηκε κάτω απ’ τις ανθισμένες πασχαλιές, ύστερα απάντησε: «Η μαμά σου είπε στη μαμά μας πως δεν θέλει να μιλάς μαζί μας». «Α!» έκανε η Ίρις. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Πάντως μπορείτε, αν θέλετε. Κανένας δε μας βλέπει». Αλλά η Άννα έκανε ένα ακόμα βήμα πίσω. «Δε θέλετε, λοιπόν» είπε η Ίρις.
Ξαφνικά κάτι σαν τίναγμα, ένα τράβηγμα στον χέρι της την έκανε να στραφεί. Η καθυστερημένη αδερφούλα της, η Αυγούλα μας όπως τη φωνάζαμε όλοι στη γειτονιά, την κοίταζε με τα πελώρια γαλάζια μάτια της ικετευτικά, είχε σουφρώσει τα χειλάκια της, ήθελε να πάει. Για μια στιγμή η Άννα κοίταξε την Αυγούλα μας δειλιάζοντας. Μα τότε η Αυγούλα μας πάλι την τράβηξε απ’ το χέρι. Η Άννα προχώρησε. Η Ίρις τούς έδειχνε το δρόμο. Την πήραν στο κατόπι σα δυο νεογέννητα αρνάκια και διέσχισαν την αυλή προς τη μεριά που ήταν το σκυλόσπιτο.
«Να το» είπε η Ίρις.
Σιωπή. Η Άννα ανάσαινε βαριά δίπλα από το παρτέρι με τις τριανταφυλλιές κι ανάμεσα στα κίτρινα χαμομήλια. Σχεδόν ρουθούνιζε. Η Αυγούλα μας στεκόταν σα στήλη άλατος. «Είναι βαμμένο με ειδική μπογιά» είπε η Ίρις. Η Αυγούλα μας έσκυψε και κοίταξε. «Για να μην περνάει η βροχή, όταν βρέχει» εξήγησε η Ίρις. «Και…»
«Ίρις!»
Α, πήραν μια τρομάρα!
«΄Ιρις!»
Η φωνή της μαμάς. Σήκωσαν το κεφάλι τους. Στο μπαλκόνι στεκόταν η μαμά και κοίταζε σα να μην πίστευε στα μάτια της. «Πώς τόλμησες να τις βάλεις στην αυλή!» φώναξε εξαγριωμένη. «Κι εσείς παλιοκόριτσα δρόμο!». Και κατέβηκε στην αυλή κι άνοιξε την καγκελόπορτα. «Δρόμο αμέσως!» πρόσταξε ψυχρά, τόσο που ήταν σα να έσβησε για μια στιγμή όλη η γλυκιά ζέστη της άνοιξης. Οι Αναστασίου βγήκαν τρέχοντας στο δρόμο. «Παλιόπαιδο!» είπε η μαμά στην Ίριδα και την τράβηξε μέσα.
Όταν η Ίρις και η μαμά της είχαν χαθεί για τα καλά από προσώπου γης, οι Αναστασίου σταμάτησαν το τρέξιμο. Το βλέμμα τους πέρασε σαν ονειροπαρμένο πάνω από τον φράχτη προς τη μεριά του σκυλόσπιτου. Τι άραγε να σκέφτονταν;
Σε λίγο η Αυγούλα μας έγειρε στην αγκαλιά της αδερφής της, της χάιδεψε το πρόσωπο και χαμογέλασε με το θαυμάσιο χαμόγελό της.
«Το είδα το άσπρο κουτάβι» έκανε απαλά. Και δεν είπαν τίποτε άλλο.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου