ΤΟΠΙΚΑ

Κώστας Στούρνας — η πίκρα της ζωής και η ποίηση της πίκρας —

κώστας-στούρνας-η-πίκρα-της-ζωής-και-851206

Κείμενο του ΜΙΧΑΛΗ ΣΤΑΦΥΛΑ

Μαθητής στο Γυμνάσιο του Καρπενησιού πρωτοδιάβασα κείμενα του Κώστα Στούρνα. Μου έκανε εντύπωση η ζωντάνια τους, η αμεσότητα στην έκφραση, οι πρωτοποριακές του θέσεις.
Αργότερα που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο ακέραιος άνθρωπος ήτανε, πόσο αφοσιωμένος στο πνεύμα και στην πίστη του. Γιατί ο Στούρνας πάνω απ όλα έβαζε το ταλέντο του στην υπηρεσία του λαού, στην εξυπηρέτηση του πανανθρώπινου οράματος για ένα χαρούμενο και χορτάτο Αύριο.
Είχε γεννηθεί στη Ζαγορά το Πηλίου στα 1900 και πέθανε την 1η του Ιούλη στα 1979. Η Μαγνησία στα χρόνια της νιότης του ήταν μια πρωτοπόρα περιοχή, με σημαντικούς ανθρώπους μπροστάρηδες κάθε προοδευτικής κίνησης. Κι ο Στούρνας μέσα σ ένα τέτοιο κλίμα αντρώθηκε και αγωνίστηκε με νου και καρδιά για το δίκιο και την προκοπή. Στα 1928 τον βρίσκουμε αρχισυντάκτη στη δημοκρατική εφημερίδα του Βόλου “Πρόοδος”, ύστερα κατεβαίνει στην Αθήνα και δουλεύει σε πολλές εφημερίδες, πάντα σαν μαχόμενος δημοσιογράφος. Τον καιρό της μεταξικής δικτατορίας γεύεται τη μοίρα των αντιφασιστών με αλλεπάλληλες διώξεις. Στην Κατοχή περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και δουλεύει στον εθνικοαπελευθερωτικό Τύπο. Προτύτερα οι Ιταλοί τον κλείνουν για ένα διάστημα στο στρατόπεδο της Λάρισας με το Γληνό, το Νίκο Καρβούνη, τη Μαρία Ιορδανίδου κι άλλους αριστερούς πνευματικούς ανθρώπους.
Άνθρωπος αισιόδοξος αυτός, αντιμετώπιζε τις πίκρες της ζωής με χαμόγελο κι εγκαρτέρηση. Κάτι όμως που σημάδεψε βαθειά τη ζωή του και του στάλαξε το δηλητήριο του πόνου στην καρδιά, ήταν ο θάνατος του μονάκριβου παιδιού του. Του Σταμούλη, του Λάκη του, που πέθανε στα 21 του χρόνια, όντας τελειόφοιτος της Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου και ορμητικός επαναστάτης νεολαίος. Το χτύπημα ήταν συντριπτικό γι αυτόν και τη χαροκαμένη μάνα – τη Σμαράγδα.
Κι ο Κώστας Στούρνας άρχισε ν αγωνίζεται για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του παιδιού του. Στα ποιήματά του διαφαίνεται όλος ο πόνος του ποιητή: “Πέθανες και μου πέθανε / Αγόρι μου η χαρά μου / Τάφος το σπίτι μου έγινε / Μνημούρι η καρδιά μου”.
Το “γλυκό του αγόρι” μπαίνει σε πολλά του ποιήματα. Δε φτάνει όμως αυτό. Καταφεύγει στη ζωγραφική και στη γλυπτική για ν απαθανατίσει την ωραία μορφή του έφηβου. Σμίλεψε την προτομή του, προκήρυξε διαγωνισμούς στη μνήμη του.
Έκαμε δωρεές, έδωσε τα πάντα για να μείνει ο Σταμούλης υπόδειγμα εντιμότητας, αγωνιστικότητας και ήθους.

Από γενιά
καραβοκύρη

Γιος καπετάνιου καραβοκύρη, ο Κώστας Στούρνας σπούδασε νομικά αλλά προ παντός σπούδασε στο σχολειό της ίδιας της ζωής. Στάλθηκε στρατιώτης στη Μικρασία, ένιωσε στο ίδιο του το πετσί τη βαρβαρότητα του πολέμου και μίσησε τον πόλεμο. Γυρίζοντας στην πατρίδα του το Πήλιο, έβλεπε τη γαλήνη του τοπίου και την ομορφιά των ανθρώπων. Και σκέφτηκε πόσο ωραίος θάταν ένας κόσμος χωρίς πολέμους, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς άγχος. Γύρω στα 1924 προσχώρησε στο Εργατικό Κίνημα.
Από τότε κι ως τη στερνή του πνοή αγωνίστηκε ασταμάτητα σε πάμπολλους τομείς. Έγραψε άρθρα, δοκίμια, έρευνες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ευθυμογραφήματα, διηγήματα, θεατρικά ποιήματα — και τι δεν έγραψε! Η δημοσιογραφία του δεν γινόταν σε βάρος της λογοτεχνίας. Τα κείμενά του είναι κείμενα που μένουν, που στέκουν ανάμεσα στα κείμενα των καλύτερων ονομάτων του καιρού του.
Και αν θέλαμε να βρούμε ένα χαρακτηριστικό του ξεχωριστού τούτου δημιουργού, θα λέγαμε πως δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και στο έργο του — όπως συμβαίνει με πολλούς. Τίμιος και ανένδοτος στη ζωή —όπως και στο έργο του. Υποδειγματικός σ όλα του, μπεσαλής, ευγενικός, δουλευτάρης. Αν μπορούσε ακόμα και την καρδιά του θα ’δινε στους άλλους. Αυτήν την πονεμένη, πληγωμένη καρδιά.
Ο φίλος του Νίκος Καραντηνός επισήμανε σχετικά και τα παρακάτω για τον άνθρωπο Στούρνα:
Κάθε φορά που η θύμιση συναπαντιέται με τη μορφή και με τα γραφτά του αξέχαστου αγωνιστή δημοσιογράφου, του Κώστα Στούρνα, την ίδια εκείνη στιγμή πάνω απ όλα έχει προτεραιότητα, προβάλλει στα μάτια, ένα δικό του λιγόλογο γραφτό. Είναι ένα από τα καθιερωμένα γνώριμα απογραφικά δελτία, που πρέπει να συμπληρώνουν για το σωματείο τους οι δημοσιογράφοι. Δελτίο, που ανάμεσα στ άλλα στοιχεία πρέπει να λένε, να δηλώνουν: σε ποιον δουλεύουν, πώς κερδίζουν το ψωμί τους.
Ένα παρόμοιο σημείωμα συμπλήρωνε με τη μεγαλογράμματη κείνη γραφή του ο ΚΣ. —λίγα χρόνια πριν πεθάνει — και με περηφάνεια δήλωνε:
“Μέχρι σήμερον απέζησα από τον δημοσιογραφικόν μισθόν, και μόνον με μικρόν διάλειμμα ανεργίας (μηνών) όταν απελύθην από την “Ακρόπολιν”, κατόπιν απεργίας, την οποίαν οργάνωσεν η Ένωσις Συντακτών”.» Ταυτότητα κρυστάλλινη μ αυτήν μπήκε, μ αυτήν βγήκε.
(Εφημ. “Ριζοσπάστης 25.7.1982)

Καμωμένος
από στούρνο

Δεν έκανε θόρυβο γύρω απ τ όνομα του. Δεν υπογράμμιζε τις επιτυχίες του ιδιαίτερα. Ο Βάσος Γεωργίου νεκρολογώντας τον, θυμήθηκε πολύ επιτυχημένα, πως ο Κώστας ήταν καμωμένος από πέτρα, από στούρνο — όπως φανερώνει τ όνομά του. Γι αυτό και στέρεος στις απόψεις του, ανυποχώρητος, βράχος. Λιγόλογος αλλά δηκτικός όταν έπρεπε, με πηγαίο χιούμορ πάντα, για να γλυκαίνει τη δύσκολη ζωή των άλλων. Κι η ειρωνεία του καλοκάγαθη κι όχι εκδικητική.
Το λογοτεχνικό του έργο πολύπλευρο. Μερικά μονάχα θα θυμηθούμε εδώ: “Ιωνική τραγωδία” (1964), “Θαλασσινές Ιστορίες” (1965), “Ποιήματα και ο Δον Κιχώτης του Αιγαίου” (Χ.Χ). Προτύτερα το συγκλονιστικό ρεπορτάζ από τη ζωή των φυματικών “Σωτηρία” (1936), Ελληνικά βουνά” (1938, β έκδ., 1958), “Ιστορίες του βουνού” (1943), “Σκληρή θάλασσα” (1943), “Σμύρνη – Χρονικά του 22” (1962), “Χιμαιρικοί αργοναύτες” (ποιήματα, 1962), “Ένα αστέρι που έσβησε την αυγή” (ελεγεία για το πεθαμένο του παιδί – 1962), “Ο δρόμος του ήλιου” (βίωμα, 1969), “Σορόκο κάρτα Λεβάντε” (Χρονικό της Κατοχής, 1972), “Θεατρικά” (1973) και “Casa preventiva” (Τα πρώτα ιταλικά στρατόπεδα στην Ελλάδα -1974) και το μεταθανάτιο “Δημοσιογραφικές Αναμνήσεις (που βγήκε από τη “Σύγχρονη Εποχή” το 1982). Σ αυτό το τελευταίο του ο Στούρνας σαν σε υποθήκη, δίνει τον ηρωισμό, τη λεβεντιά και την άκαμπτη πίστη του λαού μας στα φιλελεύθερα ιδανικά του.
Ο Κώστας Στούρνας ως ποιητής εκφράζει τον πόνο και την απορία για τις θλίψεις και τα βάσανα των ανθρώπων. Και μια που είναι κι ο ίδιος ένας πονεμένος πατέρας, οι στίχοι του συχνά μετατρέπονται σε μια δραματική επίκληση, στην οποία ο θάνατος αποκρίνεται με την πένθιμη σιωπή του. Από το μοιρολόι του Παλαμά ίσαμε το μοιρολόι του Στούρνα η ζωή κυλάει πάντα ίδια, αλλά κι οι ποιητικές καρδιές συγκλονίζονται το ίδιο απ τις περιπτώσεις των χαμένων παλληκαριών.

Συναισθηματικός
συγγραφέας

Υπάρχει όμως κι η άλλη πλευρά του λόφου. Ο Στούρνας με τη θαλασσινή του κυρίως ευθυμογραφία (οι προγονικές ρίζες, βλέπετε) γίνεται ευχάριστος κι ευάρεστος αφηγητής, που κερδίζει την αγάπη και το θαυμασμό των αναγνωστών του. Συχνά στα κείμενά του εκμεταλλεύεται θρύλους και παραδόσεις κάνοντας μια σύνδεση ενδιαφέρουσα με το σύγχρονο κόσμο. Στην τεχνική του αποφεύγει συστηματικά τις εκτεταμένες φράσεις και τις μεγαλοστομίες, ενώ παράλληλα φανερώνεται ένας ζεστός και συναισθηματικός συγγραφέας. Μια επιλογή ποιημάτων του που κυκλοφόρησε στα 1972 φανερώνει του λόγου το αληθές γιατί μπορούμε να δούμε την πορεία του και την ολοκληρωμένη προσφορά του. “Η ποίηση”, γράφει προλογικά, “με συνεκίνησε βαθύτατα και δεν έπαψα να γράφω στίχους όταν κάποια ώρα στοχασμού, έκστασης, που συνεπαίρνει την ψυχή μπροστά στην ομορφιά, και προπαντός έντονης συγκίνησης, θλίψης και πόνου, πηγαία αναβλύζει μέσα μου ο στίχος σαν αποκορύφωση…”.
Κι αλήθεια, πόσο δημιουργός γίνεται κι ο πόνος πολλές φορές. Δυο μονάχα στίχους —για το παιδί του— θα θυμηθούμε από το “Χορό του θανάτου” πούναι γραμμένοι σε δημοτικό σκοπό:
Σε μαραμένο αλώνι και σε ψηλό βουνό
μέρα φαρμακωμένη – ν αρχή της Άνοιξης
γερό παραμονεύει ν αρπάξει παλληκάρι
καβάλα στ άλογό του της νύχτας το στοιχειό…
Σ έναν τόπο σαν το δικό μας, όπου τα κυκλώματα προωθούν και τα παρακυκλώματα αφανίζουν και συνωμοτούν με τη σιωπή, φυσικό είναι δημιουργοί σαν τον Κώστα Στούρνα να μην έχουν και μεγάλη πέραση, τούτη ακριβώς την εποχή. Όμως όταν κατακάτσουν οι κουρνιαχτοί των (ανώμαλων) δημοσίων σχέσεων και των (ανέντιμων) προβολών, το έργο του θα μείνει σαν υπόδειγμα για τους μεταγενέστερους και σαν ένα φλογερό μήνυμα της εποχής μας.
Πριν κλείσω, θάθελα να θυμηθώ πως κάπου εκεί στα 1972 που έμενα στη Λάρισα, μ’ έκπληξη πήρα ένα γράμμα του Στούρνα, μέσα στο οποίο μου είχε ένα ξεχασμένο ποίημά μου με τίτλο “Εφημερίδες του χωριού”, απόκομμα από την εφημερίδα “Φωνή της Ευρυτανίας” του 1937. Όταν αργότερα τον ρώτησα πώς κράτησε αυτό το κείμενο μου αποκρίθηκε: “Από πολλά χρόνια ό,τι μου έκανε εντύπωση τόκοβα, το αποδελτίωνα και τόβαζα σε ειδικούς φακέλλους”. Είναι κι αυτό ένα δείγμα της μεθοδικότητας με την οποία δούλευε, αλλά και της αγάπης του για τους νέους. Τι προνόμιο αλήθεια (και καμαρώνω γι αυτό) νάμαι εγώ 17 χρόνων και να κρατάει στα χαρτιά του κείμενό μου ένας φτασμένος δημιουργός.
Ας μην μας κάνει εντύπωση που οι ανθολόγοι, οι ιστορικοί της Λογοτεχνίας, οι δοκιμιογράφοι θάβουν συνεχώς το Στούρνα. Το μέλλον θα τον δικαιώσει. Αφού είναι βέβαιο πως θα σκύψουν στο έργο του και θ ανακαλύψουν αναμφισβήτητες αρετές μεταγενέστεροι μελετητές που θα θελήσουν να καθαρίσουν στη Λογοτεχνία μας την ήρα από το σιτάρι. Το αληθινό από το ψεύτικο. Το ανεπίτρεπτα διαφημιζόμενο για καλό, από το πραγματικά καλό…

Σχόλιο και
προεκτάσεις

Απευθύνω θερμές ευχαριστίες προς τον Μιχάλη Σταφυλά, που, παρότι κοντεύει να καβατζάρει τα 90, παρότι καραβουνίσιος – από την Ευρυτανία – διευθύνει το περιοδικό του «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ» με νεανική ζωντάνια.
Επίσης, θερμές ευχαριστίες προς τον Γιώργο Τσιντσίνη, ιδρυτή του «ΡΟΠΤΡΟΥ», Βολιώτη δημοσιογράφο εδώ και χρόνια μεταδημοτεύσαντα στον Αλμυρό, συνθλίβοντας τον ποιητή που έχει μέσα του στις μυλόπετρες του βιοπορισμού. Μια ομιλία του για τον Παναγιώτη Κατσιρέλο, μόλις λίγες μέρες πριν εκείνος πεθάνει – κι ήταν κρίμα που δεν την άκουσε… – κι ένα ποίημα για τον τελεσίδικα αποδημήσαντα πατέρα του, δημοσιευμένο πρόσφατα στη «ΜΑΓΝΗΣΙΑ» της ΕΚΠΟΛ και του Κώστα Λιάπη, τον τοποθετούν ως μια από τις γνησιότερες και σπαραχτικές λογοτεχνικές φωνές της περιοχής μας.
Δεν ζήτησα την άδειά τους για την αναδημοσίευση. Σκόπιμα. Όχι μόνο για να μη μειώσω τη χαρά της έκπληξης αλλά, κυρίως, για να προβάλω ευρύτερα μια εδραιωμένη πεποίθησή μου: ότι, στον πνευματικό χώρο, «τίποτε δεν πάει χαμένο.» Όλα ανακυκλώνονται, αναμεταδίδονται, αναζωογονούν. Ζώντες και νεκρούς, Έλληνες και αλλοεθνείς, γραμματισμένους και αγράμματους. Αρκεί, βέβαια, να διατηρούν μια στοιχειώδη ευαισθησία κι ένα χωράφι ανθρωπιάς που το καλλιεργούν.
Με το πρίσμα αυτό διάλεξα το κείμενο του Μιχάλη Σταφυλά. Να θυμηθούμε τον Κώστα Στούρνα, αυτόν τον ωραίο αλλά λησμονημένο άνθρωπο της Ζαγοράς. Που τον ξανάθαψαν ακόμα και πρόσφατα: στο γνωστό σας και από άλλες αναφορές Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Εκδόσεις Πατάκη), δεν υπάρχει λήμμα για τον Κώστα Στούρνα!
Όπως δεν υπάρχει και για τον Γιάννη Φάτση, που, ωστόσο, την Παρασκευή που μας έρχεται το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας θα τον τιμήσει πανηγυρικά, στη Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα.
Θα διερωτηθείτε: Ποια σχέση έχει το Λεξικό με την εκδήλωση; Να, σας τη γράφω: Εμπνευστής και πρωτεργάτης της εκδήλωσης είναι βασικός συνεργάτης του Λεξικού που τα αρχικά του στηρίζουν πάνω από 30 λήμματα. Και τον φίλο του τον Φάτση, εδώ, στο Λεξικό, τον ξέχασε. Η αποθέωση της απρέπειας. Ο κομφορμισμός που δεν καίγεται. Το αριστούργημα των κοινωνικών μας υποκρισιών.

π.κ.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου