ΤΟΠΙΚΑ

Η ξαγρυπνία

η-ξαγρυπνία-851206

Ο Γιάννης έμεινε για ένα κονιάκ ακόμα. Οι Μενεσθαίοι φύγαν, όπως φεύγει κανείς από ένα σπίτι που τον περιφρονούν. Όσοι έμειναν όμως χλεύασαν με τη βεβαιότητα ότι εκείνοι που έφυγαν δεν τους ακούν. Η Παναγιώτα ξαναβρήκε τον τόνο της μιλιάς της και το κατσαρό της γέλιο και γελούσε πνιχτά μέσα από τη φούχτα της.
Ο Γιάννης βάλθηκε να σκέφτεται αν όλα τα είχε ταχτοποιήσει στο εντάξει, γιατί στο χωριό οι χωριάτες τούς άρεσε να κοιμούνται πλάι πλάι με τα φευγάτα μέλη της οικογένειάς τους, όταν πέθαιναν. Αν δεν υπήρχε χώρος, ξέθαβαν στα γρήγορα έναν από τους προηγούμενους κι έχωναν τον καινούριο. Κι επειδή ο γαμπρός του μακαρίτη αρνήθηκε να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία, όλο το σόι τον έβρισε πίσω από την πλάτη του, τον είπε τομάρι και γαϊδούρι, που αδιαφορεί αν ο γέρος θα ’χει παρέα στον άλλο κόσμο και νομίζει ότι τα ξέρει όλα επειδή έτυχε να ’ναι από την πόλη. Ο Γιάννης, που ανέλαβε την υπόθεση στα κρυφά, κατέβασε ακόμα ένα κονιάκ αηδιασμένος από μια τέτοια στάση και μπήκε στην κάμαρα που ήταν το φέρετρο, κρατώντας ακόμα στα χέρια το μπουκάλι.
Ο γαμπρός, μόλις τον είδε, τα μηλίγγια του φούσκωσαν, η όψη του μελάνιασε, έκανε μια χειρονομία σα να ’θελε να διώξει κάποια ενοχλητική μύγα, τον έπνιξε ο θυμός. Α! αυτοί οι χωριάτες είναι εντελώς ζώα! Α! νόμιζαν πως με κάτι τέτοια θα τον ανάγκαζαν να υποχωρήσει! Ε, λοιπόν, εφ’ όσον περνάει από το χέρι του, ο μπαρμπα-Γιώργης θα ταφεί σε όποιο σημείο του νεκροταφείου υπάρχει ακόμα χώρος! Ήρεμα η Αλεξάντρα περίμενε να περάσει αυτό το πρώτο κύμα. Κι ύστερα ανέπτυξε τις απόψεις της για την αθανασία της ψυχής και για τα χωράφια, που πια δε δίνουν τίποτα στον αγρότη. Ο αγρότης γεννιέται και ζει μέσα στα βάσανα και τη φτώχεια. Μόνο σαν πεθαίνει ξεκουράζεται κι αυτό είναι για κείνον ο παράδεισος.
Ο Γιάννης εντυπωσιάστηκε. Κοίταξε το φέρετρο μπροστά του λες και το έβλεπε πρώτη φορά. Τόσο μικρό, που έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Α! τον κακομοίρη τον μπαρμπα-Γιώργη, τόσο ξεσαρκωμένος απ’ τα γηρατειά, τόσο μαζεμένος απ’ τον αδιάκοπο αγώνα του με τη γη, να ’ναι άνετα ξαπλωμένος -πρώτη φορά- χωρίς να ’χει στο νου του πώς θα σηκωθεί το πρωί να πάει στα χωράφια! Δε θα ’πιανε πολύ τόπο στη γη, σ’ αυτή τη γη που τον είχε κάψει ως το μεδούλι υπηρετώντας την!
Στα άλλα καθίσματα γύρω από το φέρετρο κάθονταν αρκετά πρόσωπα, γυναίκες προπάντων, γριές, η Μπαλαμπάναινα, η Καλημέρω, η Ιουλία, η θεια-Σιδέρω, κόσμος τέλος πάντων που δε μοιράζονταν τις ίδιες σκέψεις με το Γιάννη και που με την παρουσία του υποδήλωνε μια συμφιλίωση με το αναπόφευκτο τέλος όλων. Ο παπάς, σηκώνοντας το χέρι του σαν για να τους μπατσίσει, ευλόγησε αόριστα την ομήγυρη και διάβασε κάτι από μια σύνοψη βυσσινιά. Ο Γιάννης, πολύ μεθυσμένος πια, τράβηξε μια γερή γουλιά κονιάκ απ’ το μπουκάλι και το απόθεσε στα πόδια του νεκρού.
«Εκ βαθέων άδομέν Σοι, Κύριε» έκανε ο παπάς, σήκωσε το μπουκάλι και τράβηξε κι αυτός μία γερή.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου