ΤΟΠΙΚΑ

Η μπαργούμαν

η-μπαργούμαν-851206

Λοιπόν, ο κύριος με τ’ άσπρα μαλλιά ήρθε να με δει, ανταμώσαμε στο μπαρ, εγώ μέσα από τη μπάρα, αυτός απέξω. «Τι θα πιεις;» τον ρώτησα, «ουίσκι» μου απάντησε «και, κοίταξε Μαρία, βάλε κι ένα για σένα».
Φορούσα καθαρό άσπρο πουκάμισο και μαύρη κοντή φούστα, είχα μια μικροσκοπική αλυσιδίτσα δεμένη στον καρπό, τα μαλλιά μου ήταν τέλεια, μα τα παπούτσια μου ήταν στραβοπατημένα εξ αιτίας της ορθοστασίας, τα πόδια μου πονούσαν. Αχ, πώς τα λυπάμαι τα πόδια των μπαργούμαν, με πιάνει λύπηση, γιατί είναι για λύπηση. Τα χέρια της μπαργούμαν είναι ωραία, τα νύχια της το ίδιο, το πρόσωπό της το ίδιο, αλλά τα πόδια της, όσο ωραία και να ’ναι, είναι για λύπηση. Έσιαξα με τα ωραία μου χέρια το άσπρο μου πουκάμισο και τη μαύρη κοντή μου φούστα και τον σέρβιρα.
Ο κύριος με τα άσπρα μαλλιά μού είπε πως πρέπει να φύγει νωρίς, γιατί αύριο πιάνει νωρίς δουλειά. «Το ίδιο και εγώ» απάντησα «μόνο που δεν πιάνω πρωί δουλειά, σχολάω από δω και πιάνω δουλειά κατευθείαν σε άλλο μπαρ» και του σερβίρισα το τέταρτο ποτό. «Αλήθεια;» ρώτησε «σε ποιο μπαρ;». «Να, στο Εξέλσιορ». Ωχ μου άστραψε ένα χαστούκι. «Πήρες το δρόμο που μας σπρώχνουνε να πάρουμε, έγινες μια πουτάνα, Μαρία» μου είπε. «Ποιοι μας σπρώχνουνε;» ρώτησα. «Αυτοί!» μου απάντησε «αυτοί, τ’ αφεντικά! Όλα τ’ αφεντικά του κόσμου είναι που μας σπρώχνουν να εκπορνευτούμε για να επιβιώσουμε! Είτε άντρες είτε γυναίκες πουλάμε την ψυχή μας για ένα μεροκάματο κι αυτό της πλάκας!».
Ξεφώνιζε, έδωσε μια στο μπουκάλι με το ντοματόζουμο που είχα για τα κοκτέιλ και το μπουκάλι έσπασε, γέμισε ο πάγκος ντοματόζουμο, έριξε μέσα τη στάχτη και τ’ αποτσίγαρα του σταχτοδοχείου και έχωσε το χέρι του στα βρόμικα ζουμιά. «Έτσι θέλουν να γίνουμε όλοι μας, βρομεροί, σάπιοι, το ωραίο να μη μας νοιάζει κι ούτε να ξέρουμε ότι υπάρχει για να μην το επιθυμήσουμε ποτέ, να μην έχουμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε τίποτε άλλο πέρα από τη σαπίλα μας και όλα αυτά γιατί; Να σου πω εγώ, Μαρία» έκανε και με ταρακούνησε δυνατά με το καθαρό του χέρι «γιατί έτσι αυτοί στο τέλος βγαίνουν πάντα κερδισμένοι χάρη σε κάτι τύπους σαν κι εμένα που πουλάνε την ψυχή τους στο διάβολο για μια δουλίτσα, για ένα μεροκάματο, και σε κάτι πουτάνες σαν και σένα, Μαρία. Πρέπει όμως επιτέλους να αρχίσουμε να σεβόμαστε τον εαυτό μας, να αποκτήσουμε επιτέλους την αξιοπρέπεια του εργαζόμενου» είπε.
Το ’βαλα στα πόδια και φώναξα το αφεντικό να του πει να καθίσει ήσυχα, γιατί ήταν μεθυσμένος.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου