ΤΟΠΙΚΑ

Ο καιρός των δολοφόνων (Για τη χτεσινή διαδήλωση)

ο-καιρός-των-δολοφόνων-για-τη-χτεσινή-851206

Πάνω από τη γη και πάνω από τη θάλασσα κρέμεται ένα κουβάρι από πυκνούς καπνούς και μια ψιλή βροχή δέρνει επίμονα την άσφαλτο και τα μουντά νερά.
Γύρω από το μικρό κομμάτι γης που πιάνει η πόλη γλιστρούν τα γκρίζα κτίρια, θεόρατα, σαν τέρατα προϊστορικά, αμέτρητα αυτοκίνητα πάνε και έρχονται ακούραστα στους δρόμους σαν μυρμήγκια, κι ακόμα πιο μικροί οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια κάτω από ομπρέλες τρέχουν να φτάσουν στη δουλειά τους μια ώρα αρχύτερα. Βογκούν οι μηχανές, ουρλιάζουν οι σειρήνες, ένας υπόκωφος σάλαγος από ανθρώπινες φωνές υψώνεται παφλάζοντας. Όλα τρέχουν, βιάζονται, όλα προδίνουν ένταση. Και όλα μοιάζουνε γύρω σα να ’χουν φτάσει στο όριο της αντοχής, σα να διαμαρτύρονται εναντίον κάποιας δύναμης που τα εξαναγκάζει να κινηθούν, κι όλα βογκούν κι ουρλιάζουνε και σκούζουν υπακούοντας στη δύναμη αυτή που δε μπορεί παρά να τα εχθρεύεται.
Παντού πάνω στο πρόσωπο της πόλης που είναι σπαρμένο από μπετόν και το θαμπώνουν μαύρα και γκρίζα στίγματα καπνού δουλεύει αόρατα η κακή, η μαύρη δύναμη. Δίνει άγρια ομοιόμορφα σπρωξίματα στο ανθρώπινο κοπάδι κι εκείνο τρέχει. Κι ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν την άθλια τρύπα καταργημένος, ένας μικρός τροχός στη μηχανή της δύναμης, ένα σημάδι ασήμαντο κάτω από τα συμπλέγματα από σίδερο και μπετόν, απρόσωπος μέσα σε ένα χάος από χιλιάδες χιλιάδων άλλα απρόσωπα ανθρωπάκια, ξετρελαμένος, ξεκουφαμένος από το πανδαιμόνιο, πνιγμένος απ’ τη βρώμα, χαμένος μες στο χορό της νεκρής ύλης με την ύλη που είναι ακόμα ζωντανή αλλά ξέχασε πώς να ζει, με μούτρο που δεν είναι ζωντανό ούτε νεκρό, με μάτια που δεν είναι μάτια ανθρώπου, παραλυμένος, παραιτημένος, απελπισμένος από το ατέρμονο πήγαινε-έλα, αποχαυνωμένος, με κοίταγμα προβάτου.
Κι όλο αυτό το μαύρο πράμα όσο πάει και μεγαλώνει, γίνεται ασύλληπτα τεράστιο, μια υπόκωφη μουρμούρα όλο φοβέρα, μια αποφορά ανυπόφορη, μια αντάρα που εντός της κρύβονται δυο τρομερά, ηλίθια σαγόνια που αποχαυνωμένα αλέθουν χωρίς σταματημό σάρκες και κόκαλα. Αυτό το πράμα είναι η πόλη. Ανόητα κτίρια χωρίς καμιά όρεξη να ’ναι όμορφα, βαριά και σκουντουφλιάρικα και γκρίζα. Σκόνη και κάπνα και μπουχός. Θάλαμος αερίων. Πουθενά λουλούδια και παιδιά.
Όμως εχτές στη διαδήλωση πώς λάμπρυνε ο τόπος, πώς γέμισε φωνές από ζωή αλλιώτικες και φρέσκες, πώς απ’ τη σκόνη και τη στάχτη ξεπετάχτηκαν, πρώτη φορά μετά από πολύν καιρό λουλούδια και τραγούδια αγαπημένα, πώς έγιναν ξανά όλα καινούρια, πώς μέσα απ’ τα συντρίμμια της κοινωνικής συνείδησης όρθωσε ανάστημα μία συνείδηση νέα, θαλερή, φέρνοντας στα φτερά της την υγεία της καταιγίδας…
Πρέπει να ζούμε στον καιρό των δολοφόνων για ξυπνήσει εντός μας η ομορφιά…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου