ΤΟΠΙΚΑ

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ενα άγνωστο γράμμα του

λογοσ-για-τον-καζαντζακη-ενα-άγνωστο-γ-851206

Η συνήθεια να γιορτάζεται η επέτειος της γέννησης ή του θανάτου ενός συγγραφέα, επιστήμονα ή καλλιτέχνη, έχει έναν χαραχτήρα συμβατικό, μοιάζει με την αναμονή μιας ώρας που θα μνημονευτεί σ΄ επίσημο χώρο ένα γεγονός ώστε να του αφιερώσουμε με την ευκαιρία αυτή ένα λίγο-πολύ προετοιμασμένο λόγο που συνήθως ελάχιστα ουσιαστικός είναι. Ο λόγος όταν δεν απορρέει από μιαν επίμονη και σταθερή συνοδοιπορία με το έργο του προσώπου που μας απασχολεί και δεν τείνει να είναι την κάθε στιγμή κρίσιμος και αμετάθετος, δε θα τον βοηθήσει η επίσημη ώρα να εκμαιευτεί. Εμείς οι ίδιοι ωστόσο έχουμε ανάγκη από κάποιες συμβατικές τομές μέσα στο χρόνο για να υπάρξουμε στην πληθώρα των γεγονότων και των μνημών που μας κατακυριαρχούν, να διοχετεύσουμε με τέτοιο τρόπο τους ερεθισμούς που στοιχειώνουν τον μέσα και τον έξω χώρο μας ώστε να μας έρθουν την κατάλληλη στιγμή, να μη συντριβούμε κάτω απ΄ την πίεσή τους.
Με την ευκαιρία που συμπληρώθηκαν πριν από λίγο καιρό δέκα χρόνια απ΄ τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη θα θέλαμε μαζί με την παρουσίαση ενός άγνωστου γράμματός του που μας παραχωρήθηκε από συγγενικό πρόσωπό του, να διατυπώσουμε ορισμένες απόψεις για μια κατάσταση που αναπτύχθηκε μετά τον θάνατό του και που ο ίδιος είναι άμοιρος ευθύνης γι’ αυτήν, όπως άλλωστε κατά κανόνα συμβαίνει μ΄ όλους τους χαραχτηριζόμενους ως «μεγάλους συγγραφείς».
Όσο ζούσε ακόμη ο Καζαντζάκης – ιδιαίτερα όμως μετά τον θάνατό του – παρουσιάστηκε γύρω απ΄ το έργο του αλλά και του ίδιου σαν συγκεκριμένης ανθρώπινης φυσιογνωμίας ένας θαυμασμός που συχνά κατέληξε σε υστερία. Μπορεί να το πει κανείς χωρίς το φόβο να παραξηγηθεί. Η ακτινοβολία αυτή που δεν ήταν ξένη προς τις επιδιώξεις του Καζαντζάκη αφού σε πολλά την προκάλεσε και την προώθησε ο ίδιος – σύμφωνα με μαρτυρίες από αξιόπιστες και δυνάμενες να ελεγχθούν την κάθε στιγμή πηγές – και που ήταν ίσως κάτι πολύ λιγότερο από κείνο που είχε οραματιστεί για τον εαυτό του, είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός κλίματος Καζαντζάκη, που ανταποκρινόταν όμως περισσότερο σ΄ ένα όνομα που είχε αβασάνιστα παγιωθεί σε καθεστώς παρά σε μια προσφορά που είχε αξιολογηθεί και καταξιωθεί. Μιλούμε με γνώμονα την κοινή συνείδηση.

Πνευματική
περιπέτεια

Μερικές απ΄ τις ιδιότητές του και τις ιδιορρυθμίες του ίσως έφτασαν να γίνουν γνωστές και να υμνηθούν τόσοι πολύ ώστε να καταλήξουν να συγκροτήσουν ένα σύστημα ζωής – δε μιλούμε για στάση που είναι κάτι διαρκέστερο και βαθύτερο – γενικά αποδεχτό, δίχως όμως να πληρώνεται η προϋπόθεση πως το σύστημα αυτό αντλήθηκε από μια συνειδητή οικείωση με τον καζαντζακικό χώρο που υπήρξε ομολογουμένως εξαιρετικά πλούσιος και ευρύς. Αρχές και αντιλήψεις του ίδιου, ένα εξαίρετο ιδεολογικό οικοδόμημα, που υπήρξε απόρροια μιας ακατάπαυστης και ανανεούμενης πνευματικής περιπέτειας και ηθικής αγρύπνιας, έφτασαν να προβάλλονται σαν απαραβίαστα οχυρά από ανθρώπους που όλα αυτά απλά πρόσπεσαν στη γνώση τους δίχως νάχει προηγηθεί και σ΄ αυτούς μια ανάλογη ή και αντίστροφη, αδιάφορα συνειδησιακή διεργασία. Πράγμα που ισοδυναμεί ουσιαστικά με διαπόμπευση του «πιστεύω» που μας κληροδοτήθηκε αφού παραμένει αναπόδειχτο το περιεχόμενό του από έλλειψη ανθρώπων που θ΄ αντάμωναν εσωτερικά μαζί του και θα το εξέφραζαν.
Κι ίσως ο πραγματικός εκφυλισμός ενός συγγραφέα να μην βρίσκεται στην φθορά που υφίσταται το έργο του όταν ξεπερνιούνται οι συνθήκες που το εξέθρεψαν αλλά όταν το μήνυμα που επιδίωξε να μας διοχετεύσει αποχρωματίζεται από μια διατυμπανιζόμενη προβολή της αξίας του – όσο κι αν αυτό φαίνεται οξύμωρον – αν και για μας αποτελεί ουσιαστικά νεκρό κεφάλαιο, αφού δεν αξιοποιείται και δεν αναδεικνύεται στις αποχρώσεις του απ΄ την εσωτερική μόνο ταύτιση μ΄ αυτό. Πρόκειται ουσιαστικά για μια προδοσία για την οποία δεν ευθύνεται καθόλου ο δημιουργός όταν εμπιστευόμενος στο καμίνι των εμπνεύσεών του απόθετε στο χαρτί γυμνή την ψυχή του.
Ο Καζαντζάκης εισήγαγε έναν συγγραφικό τύπο άγνωστο μέχρι την εποχή που του αναγνωρίστηκε η ιδιοφυία του για τα ελληνικά πράγματα. Η ολοκληρωτική του απορρόφηση απ΄ την συγγραφική δημιουργία σε συνδυασμό με την αγωνιστική ασκητικότητά του, οι παράτολμες για την εποχή του αντιλήψεις, η πολυεδρικότητα του αυτοαναιρούμενου και αυτοβασανιζόμενου ανθρώπου συνάρπασαν τους κουρασμένους από φιλολογικές μετριότητες αστούς. Οι ξένοι είδαν σ΄ αυτόν τον φορέα ενός αυθεντικού «πρωτογονισμού» κι απαυδησμένοι απ΄ το τέλμα της διαβρωτικής και παρακμασμένης τους σοφίας έσπευσαν να τον ιδιοποιηθούν.

«Απερίγραπτη
δυσφορία»

Το γράμμα που αναφέραμε παραπάνω έχει σταλεί απ΄ τον Καζαντζάκη στο συμμαθητή και φίλο του Γ. Φανουράκη, συγκαταλέγεται δε ανάμεσα στις άγνωστες μαρτυρίες του «γυιού της Κρήτης» που και σήμερα ακόμη πληθωρικά αλλά δυστυχώς αναξιοποίητες βρίσκονται σε πάμπολλα χέρια που τις κατακρατούν για να τις εκμεταλλευτούν εμπορικά στην ευνοϊκότερη γι’ αυτούς στιγμή. Το παραθέτουμε όπως μας παραδόθηκε:
«Δε λέγεται τι χαρά μου δίνουν τα γράμματά σου. Μου γράφεις πως ότι θα μείνει από το μόχθο μου είναι η δουλειά, που έκαμα στη δημοτική γλώσσα, θαρρώ πως έχεις δίκιο, εφήμερες είναι οι θεωρίες, και αντέχουν στο χρόνο μόνο η ποίηση και η τέλεια γλωσσική μορφή. Μα τι κόπος Θεέ μου! Τι μαρτύριο! Κάθε πρωί ξημερώματα που κάθομαι στο γραφείο μου, μπροστά στο άσπρο χαρτί, απερίγραπτη δυσφορία με κυριεύει. Τι είναι αυτή η μανία να γράφω; Ποιος με σπρώχνει; Ποιος είναι μέσα μου Αφέντης κι εγώ σκλάβος του; Έξω λάμπει ο ήλιος, μουρμουρίζει η θάλασσα, ανθίζουν οι αμυγδαλιές, γιατί δε βγαίνω κι εγώ να περπατήσω κάτω απ΄ τ΄ ανθισμένα δέντρα στον ήλιο; Γιατί τώρα που βασιλεύει ο ήλιος μου να μη ξαπλώνω στην πολυθρόνα μου να κυττάζω τους ανθρώπους που περνούνε χαμένοι στις βαριές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας;
Ένας δαίμονας είναι μέσα μου, που πολλές φορές ψυχανεμίζομαι με τρόμο πως δεν είμαι εγώ. Εγώ είμαι μονάχα το γαϊδούρι, που καβαλικεύει και πάει – πού πάει; Αφτός ξέρει, εγώ δεν ξέρω – με νοματίζει ανέσπλαχνα και προχωρεί. Αυτή είναι η ζωή μου γέρο-παππού, και να το ξέρεις. Κανένας δεν το ξέρει, μα σε σένα το εξομολογούμαι και γι’ αυτό οι βρισιές και οι δόξες δεν μπορούν να με θίξουν. Έχω το νου μου στο Αφεντικό που κουβαλάω. Ξέρεις την ιντιάνικη παροιμία: όποιος καβαλικεύει τίγρι δεν μπορεί να ξεπεζέψει. Μα εγώ έπαθα ακόμη χειρότερο, τίγρι που με καβαλικεύει…»
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
(Μάιος 1968)

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου