ΤΟΠΙΚΑ

Η πρώτη μου δουλειά

η-πρώτη-μου-δουλειά-851206

Όταν ήμουν νεαρός με προσέλαβαν σ’ ένα πολυκατάστημα να βοηθάω στο λογιστήριο κι όταν δεν έχει πολλή δουλειά να τακτοποιώ εμπορεύματα στα ράφια. Στο λογιστήριο εργαζόταν όλοι κι όλοι δυο άνθρωποι. Ο κύριος Σ. και η γυναίκα του.
Λεπτούλα, κοκκινομάλλα κι όχι πολύ ψηλή η κυρία Σ. είχε ένα κανονικό οβάλ πρόσωπο και δυο υπέροχα μάτια σαν πράσινες λίμνες. Τα χειλάκια της, λίγο τραβηγμένα, φαίνονταν πολύ ευχαριστημένα κάτω από τη γαλλική μυτούλα της. Ήταν τριάντα πέντε χρόνων κι έμοιαζε είκοσι. Άλλα πλεονεκτήματα: είχε τέλειο μπούστο κι έξοχες γάμπες. Ήταν με δυο λόγια τελείως όμορφη, με μια ομορφιά που εγώ τουλάχιστον δεν έβρισκα κάποιο ψεγάδι να ταράζει την αρμονία της.
Με αγάπησε αμέσως. Και της το ανταπέδωσα αμέσως.
Με τον κύριο Σ. ήμουν επιφυλακτικός γιατί φαντάστηκα –ένας Θεός ξέρει γιατί!- πως κάτω από το διαρκώς χαρούμενο ύφος του έπρεπε να κρύβει μια αρκετά πανούργα καρδιά. Λάθος. Ήταν τέρας κι αυτό φαινόταν πάνω στο πρόσωπό του, που ήταν απερίγραπτο. Πώς να περιγράψεις ένα άδειο οικόπεδο; Κι ακόμα τρισχειρότερα: Πώς να περιγράψεις ένα πρόσωπο όπου εκείνο που επικρατεί απ’ άκρη σ’ άκρη είναι η προσποιητή ευγένεια; Το χρώμα του: ροδαλό, ένα ροδαλό χλωμό, σα λερωμένο. Τα μαλλιά του: Καλοχτενισμένα με τρόπο που να κρύβουν με επιμέλεια μια αρκετά μεγάλη φαλάκρα. Τα μάτια του: ολοστρόγγυλα σαν κουμπιά και αεικίνητα. Είχα επίσης φανταστεί ότι τα είχε με την ταμία. Άλλο λάθος. Τα είχε με την καθαρίστρια. Τις Τετάρτες το απόγευμα, όταν έκλεινε το μαγαζί.
Εξ άλλου όταν κατάλαβε τη συμπάθεια της κυρίας Σ. στο πρόσωπό μου, με έστειλε να τακτοποιώ εμπορεύματα όλη μέρα και στις σπάνιες φορές που δεν είχε πολλή δουλειά, με άφηνε να βοηθάω στο λογιστήριο.
Μου έτυχε να συναντήσω στη ζωή μου πολλούς καλούς και πολλούς κακούς και ταπεινούς ανθρώπους. Μα πιο καλό από την κυρία Σ. και πιο κακό και ταπεινό απ’ τον άντρα της δε γνώρισα. Αν τους κρίνω έτσι είναι γιατί η κυρία Σ., βλέποντας την αδικία που μου γινόταν, προσπαθούσε με όλους (και όταν λέω όλους το εννοώ) τους τρόπους να με παρηγορήσει. Κι ο άντρας της, βλέποντας τη συμπάθεια της γυναίκας του προς εμένα να μεγαλώνει μέρα με την ημέρα, με κατάτρεχε τόσο, ώστε σήμερα να πιστεύω ότι ήταν ικανός και να με σκοτώσει ακόμα. Δεν με σκότωσε, θα μου πείτε. Ναι, αναμφίβολα. Μα όπως μπορεί κανείς να σκοτώσει χωρίς να έχει εγκληματική ψυχή, έτσι πιστεύω πως μπορεί κάποιος να έχει εγκληματική ψυχή χωρίς να σκοτώσει. Ορκίζομαι ότι διέκρινα στα μάτια του την επιθυμία να με δει νεκρό. Ίσως να μην το συνειδητοποιούσε. Χωρίς αμφιβολία όμως το ποθούσε. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά ότι είναι έτσι ακριβώς, γιατί το είδα πολλές φορές μέσα στα μάτια του τα κρύα.
Μετά από δυο μήνες με έδιωξαν. Ποτέ δεν έμαθα τον λόγο. Τη μέρα που έφυγα, η κυρία Σ. έκλαψε.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου