ΤΟΠΙΚΑ

Αιώνιος έρωτας

αιώνιος-έρωτας-851206

Ξαναείδα τη θεία Μάγδα πέρυσι. Είχαν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια από τότε που την είδα για τελευταία φορά στην κηδεία της μητέρας μου. Σ’ ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα βρήκα την ευκαιρία να πεταχτώ στο Βόλο. Η οικογένειά της κατοικεί σε ένα αρκετά ωραίο διαμέρισμα στο θορυβώδες κέντρο της πόλης, αλλά έχει πρόσοψη στην παραλία. Αν και είχα τηλεφωνήσει, περνώντας το κατώφλι ένιωσα συγκινημένος.
Η θεία Μάγδα ήρθε να με προϋπαντήσει. Μου φάνηκε πως είδα τη μητέρα: Ίδιο βάδισμα, ίδιο ύφος, ίδια λαχανιασμένη εγκαρδιότητα. Με βομβάρδισε με ερωτήσεις για την οικογένειά μου, τις ασχολίες μου, την εγκατάστασή μου στην Αμερική, δίχως να περιμένει απαντήσεις. Γιατί να μην καθόμουν ως το βράδυ που θα ερχόταν ο ξάδερφός μου ο Νίκος για να με δει;… Συνεχίζοντας μού είπε νέα για όλους. Για τον άντρα της, τα παιδιά της, τις δουλειές τους, τη ζωή στο Βόλο. Έμαθα πως ο Νίκος ήταν στέλεχος σε μια επιχείρηση, αλλά δεν ήταν ευχαριστημένος. Πως τώρα η Μαρία, η ξαδέρφη μου, περίμενε ακόμα ένα παιδί. Έμαθα για κοινούς γνωστούς, για φίλους που είχαν σβηστεί από τη μνήμη μου.
Στο μεταξύ αναζητούσα με τα μάτια ό,τι μπορούσε να με δένει με το παρελθόν. Αναγνώριζα με ασφάλεια ανάμεσα στα καινούρια έπιπλα μερικά από την εποχή των παιδικών μου χρόνων. Όμως η θεία Μάγδα τούτο το παρελθόν που ξαφνικά άρχισε να πάλλει μέσα μου το αγνοούσε. Συνέχισε να λέει για πρόσωπα και πράγματα που τώρα πια για μένα φάνταζαν αδιάφορα. «Και η Ελένη;» ρώτησα απροσδόκητα διακόπτοντας τη φόρα της. «Η Ελένη, τι;» έκανε απότομα δοκιμάζοντας να γελάσει. «Πού βρίσκεται; Τι κάνει;» επέμεινα. «Αν σε καταλαβαίνω καλά, δεν την ξέχασες ποτέ» είπε η θεία Μάγδα πολύ προσεκτικά. «Δεν ξέρω. Ίσως δεν ξέχασα την ιδέα που είχε για μένα». «Α!» αναφώνησε αδιάφορα κι ακόμα πιο αδιάφορα με ρώτησε: «Λοιπόν πιστεύεις ότι είναι δυνατόν κάποιος να μπορεί να διατηρήσει μέσα του για πάντα έναν έρωτα χωρίς ελπίδα;» και μην παίρνοντας απάντηση συμπλήρωσε: «Πώς είναι δυνατόν κάθε μέρα η ζωή να περνάει από πάνω του χωρίς να τον συντρίβει;».
Δεν είπα τίποτα. Ξανάβλεπα το δωμάτιο μέσα στο μισοσκόταδο που έμπαινε απ’ το παράθυρο, τα έπιπλα των παιδικών μου χρόνων που είχαν απομείνει. Τώρα αυτή η ατμόσφαιρα ξανάφερνε σ’ εμένα το πρόσωπο της Ελένης, του οποίου πια δεν διέκρινα τα χαρακτηριστικά, μόνον τα θαυμάσια μάτια της μισάνοιχτα πάνω από το κύμα, όπως τα είχα δει ένα πρωινό, δύο δεκαετίες πριν, σε κείνη τη μικρή θάλασσα που συνηθίζαμε να κολυμπάμε. Μου φαινόταν πολύ ωραία… Εξαίσια…

«Εμπρός!» είπε αποφασιστικά η θεία Μάγδα και σηκώθηκε. «Πάμε να σου δείξω την πόλη! Έχει αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που την είδες!».

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου