ΤΟΠΙΚΑ

Ο βούρκος

ο-βούρκος-851206

Καμιά φορά μέσα στο βούρκο, εκεί όπου αναδεύουν γεωσκούληκα, νερόφιδα, πολιτικοί, μεσάζοντες, λεπιδόπτερα, μεγαλοδημοσιογράφοι και τελειωμό δεν έχει ο κατάλογος, φυσάει ένα αεράκι ασήμαντο και τραγουδάει μέσα από τα καλάμια… Όλα τα ’χει σκεπάσει η βρώμα…
Και ξαφνικά ακούγεται ένα «χλουτς» και ένας φρύνος σαλτάρει μες στο βούρκο. Κοιτάει και πονηρά μπας και του ορμήξει κανένας απ’ τους μόνιμους κατοικοεδρεύοντες στη λάσπη και τον μεζεδιάσει στο πι και φι, βγάζει μια γλώσσα κοντά τρεις πιθαμές, κάτι αρπάει για να το κολατσίσει και τρέχει όσο μπορεί πιο γρήγορα στον όχτο να γλιτώσει…
Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς το ίδιο η πολιτική ζωή της χώρας, η ζωή όμως του Μέμου έτσι ήταν. Και δεν το λέω στ’ αστεία, στα σοβαρά το λέω κι όποιος δεν το πιστεύει, ας δώσει βάση: Ας πούμε «Αλήθεια» την εφημερίδα όπου αναδείχτηκε ο Μέμος. Είχε απ’ όλα τα καλά, φιλολαϊκά άρθρα για ξεκάρφωμα, κι απ’ τ’ άλλα, τα πονηρά, που έκαναν πλάτες στους μεγάλους, αθλητικά, θέατρα και σταυρόλεξο και στο τέλος ένας χοντρούλης με κοιμισμένη μάπα που έγραφε κάτι αριστεροδέξιες πολιτικοαθλητικοκουτσομπολίστικες αρλούμπες. Ο Μέμος. Μεγάλη επιτυχία. Γκραν σουξέ. Και άμα ξεμπουκάριζε μέσα από το βούρκο κάνας πολιτικός που ήθελε να πάρει πόντους ή να σκεπάσει με τρία μέτρα λάσπη τον αντίπαλο, έτρεχε στον Μέμο. «Καλημέρα σας», κορδονότανε ο Μέμος. «Θα ήθελα να γίνει αυτό». «Βεβαίως». «Αλλά, παρακαλώ, με τακτ». «Το έχω υπόψιν μου, αγαπητέ» κι ο σαχλαμάρας ψάρευε ψήφους κι έριχνε το μπαξίσι στο δημοσιογράφο. Λίγα πράματα, όχι κάτι σπουδαίο, ίσα να βγαίνουν οι καφέδες.
Γι’ αυτό κι ο Μέμος είδε και αποείδε, παράτησε την «Αλήθεια» και βρέθηκε στην αυλή της τηλεόρασης, όπου έκανε τον κόκορα. Κακάριζαν οι κότες-παλλακίδες γύρω του, παραδίπλα γρύλιζαν τα γουρούνια, γκάριζαν τα γαϊδούρια, ανάλογα με την εκπομπή, αναμασούσαν οι κατσίκες κάτι ειδήσεις της πλάκας, αλλά είχε μεροκάματο γερό. Θαυμάσια. Κι ο Μέμος ο χειρότερος απ’ όλους είχε το μεγαλύτερο. Δύο φορές θαυμάσια. Αλλά δεν έφτανε.
Πήρε τους δρόμους κι άρχισε να ψάχνει. Βρήκε τον Λάκη μέσα σε μια ζούγκλα από όρνεα αρπακτικά και σαρκοβόρα διάφορα και φτιάξανε νέο έντυπο. Το «Πρώτο Δέμα». Στάζοντας καλοφαγία ο Μέμος και πόθους πονηρούς, άρχισε να βουλιάζει όλο και πιο πολύ στο βούρκο. Και όσο βούλιαζε, τόσο έλιωνε κάτω από τις γαμπάρες του κάτι ανθρωπάκια με παντελόνια ντρίλινα, κάτι αλανιάρες της συμφοράς και τόσο οι δυνατότητες για αβάντα στην εξουσία μεγάλωναν. Ώσπου στο τέλος ο Μέμος τα κατάφερε. Είχε στο χέρι γεωσκούληκα και πολιτικούς, τραπεζίτες και λεπιδόπτερα, αρουραίους κι επιχειρηματίες και έγινε απαραίτητος στο οικοσύστημα του βούρκου. Όλη η «ανώτερη τάξη» και οι «διανοούμενοι» του έγλειφαν τα πόδια. Και μία των ημερών, περιέργως πως, βρέθηκε να ’χει εκατομμύρια…
Αυτό όμως που δεν είχε ο Μέμος, ήταν η πανουργία κι η προνοητικότητα του φρύνου. Που πέφτει μες στο βούρκο, αρπάει έναν μεζέ και τρέχει με την ψυχή στο στόμα στον όχτο να γλιτώσει. Ο Μέμος έπεσε με τα μούτρα. Κι ο βούρκος τον κατάπιε. Έτσι όπως κάνει πάντα με όλους αυτούς τους Μέμους…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου