ΤΟΠΙΚΑ

Ο άλλος Χριστόδουλος

ο-άλλος-χριστόδουλος-851206

« Μ’ αυτόν τον παπά, να μου το θυμηθείτε, θα ’χουμε προβλήματα! Παραείναι διαβασμένος…».
Ήταν μια πρώτη γνώμη – την είπε σεβαστός συνάδελφος – μετά την πρώτη επίσκεψη του νέου δεσπότη στην εφημερίδα. Μεταπολίτευση, μέρες αποχουντοποίησης του 1974 κι ο νέος και νεαρός – μόλις 35 ετών – κι όμορφος κληρικός Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, έκανε τις πρώτες επαφές του με το ποίμνιο, αρχίζοντας απ’ τις εφημερίδες! Ο Τύπος τότε δεν είχε τη σημερινή του «λάμψη», πώς τέτοια τιμή; Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά από λίγες μέρες μας καλεί στον μητροπολιτικό του οίκο για ένα γεύμα φιλικό πρόσθετης γνωριμίας. Απεριτίφ, πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, γλυκό, φρούτο, επιδόρπιο, πλούσια τα ελέη και πλουσιότερος ο λόγος του Χριστόδουλου, λόγος ευχάριστος και γελαστός, με κύριο γνώρισμα το χιούμορ. Τότε ακούσαμε και τα πρώτα του ανέκδοτα, που έκαναν τη σχέση του ομιλητή περισσότερο φιλική και επιθυμητή για τους ακροατές του.
Δυο απ’ τους πρωτόκλητους κληρικούς στον οίκο του Χριστόδουλου, ο παπα – Λεωνίδας και ο παπα – Κύριλλος, έτυχε να ’ναι φίλοι μου από λαϊκοί ακόμα. «Ξέρεις τι ωραία που περνάμε με τον καινούργιο;», μού ’λεγαν κάθε φορά. Μια μέρα όμως έμαθα πως τους απάλλαξε εν ψυχρώ απ’ τα καθήκοντά τους! Είχα γράψει για κάτι παραλείψεις στο οικοτροφείο της Μητρόπολης κι ο μητροπολίτης πίστεψε ότι με πληροφόρησαν γι’ αυτές οι δυο μου φίλοι. Τους ξαναπήρε όταν έμαθε ότι η «αμαρτωλή» πληροφορία είχε βγει από άλλη πηγή. Εμπιστευόταν τους ανθρώπους χωρίς να τους ξέρει καν, αλλά τους συγχωρούσε και τους υποστήριζε όταν κάποιοι απ’ αυτούς τον εξέθεταν και τον στεναχωρούσαν, όπως έδειξε και η μετέπειτα αρχιεπισκοπική ιστορία.
Με το «Χριστόδουλος Τουρς», όπως έλεγα χιουμοριστικά το μητροπολιτικό γραφείο του που οργάνωνε τις περίφημες «προσκυνηματικές εκδρομές», ήταν οι καλύτερές μας μέρες. «Πού να μπλέξω τώρα με τους παπάδες και τους ατέλειωτους όρθρους κι εσπερινούς!», είπα στην αρχή, αλλ’ ευτυχώς το ξανασκέφτηκα και δήλωσα συμμετοχή. Αν έχεις το ταξίδι σαν πρώτο μέλημα κι ελπίδα για ζωή, τα ταξίδια του Χριστόδουλου ήταν η πραγμάτωσή του. Με συνταξιδιώτη και συνομιλητή τον ίδιο, η «Γλυκιά Μπουκοβίνα» της Μολδαβίας (με τα μοναδικά στον κόσμο τοιχογραφημένα μοναστήρια της) γινότανε γλυκύτερη, το Βατικανό της Ρώμης περισσότερο θαυμαστό, η Λευκωσία συγκλονιστική στην πράσινη γραμμή της και το Όρος Σινά θείο κι απόκοσμο, καθώς καθίσαμε να ξαποστάσουμε σ’ ένα πεζούλι της «Σάντα Καταρίνα».
Τυχερός όποιος προλάβαινε να κάτσει πλάι του στ’ αεροπλάνο ή στο πούλμαν, για μια συζήτηση ανοιχτή ή και προσωπική μαζί του, για ένα τραγούδι πρίμο – σεκόντο. Τον είχα ρωτήσει κάποτε αν θα ‘πρεπε να κατεβεί στην αμαρτωλή Ιάσονος μ’ ένα πρόχειρο ράσο, σε μια προσπάθεια να πάρει τους νέους με το μέρος του. Ήταν τότε που ανθούσαν τα «φρουτάκια» κι από πίσω τα ναρκωτικά. «Δεν είναι σίγουρο ότι θα συγκινηθούν οι νέοι», μου απάντησε. «Πιο σίγουρο είναι ότι θα με παρεξηγήσουν οι παλιοί», πρόσθεσε με χιουμοριστική χροιά, εννοώντας το γνωστό ποίμνιο των ευσεβών που γέμιζε στις ομιλίες του το Πνευματικό Κέντρο. Την καθοριστική παρέμβαση στους νέους την έκανε αργότερα ως Αρχιεπίσκοπος, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα: «Σας πάω! Ελάτε όπως είστε»…
Κάποιος απ’ τους φίλους κληρικούς, μάλλον ο πατέρας Κύριλλος, που ’χε το χάρισμα του αγέλαστου χιούμορ, του είπε ότι με βλέπει, αργά ή γρήγορα, να φοράω κι εγώ το ράσο! Ήταν τότε που άφησα τα γένια μου πέραν του δέοντος να μεγαλώσουν. Ο Χριστόδουλος έδειξε να το ψιλοπιστεύει και δεν χάρηκε καθόλου όταν είδε πως επρόκειτο τελικά γι’ αστείο. Από τότε ερευνούσε την περίπτωση να βρει και να ’χει στους ανθρώπους του και κάποιον επικοινωνιολόγο. Δεν βρήκε δημοσιογράφο, βρήκε τουριστικό πράκτορα που είναι σχεδόν το ίδιο. Τον Μάκη, ένα ωραίο κι ευχάριστο παιδί, που τον γνωρίσαμε σαν ξεναγό στην εκδρομή της Ιταλίας (Μάιος 1981) κι έμελλε να γίνει αργότερα ο πρωτοσύγκελος πατέρας Θωμάς Συνοδινός, ο πιο έμπιστος κι έμπειρος κληρικός του.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός του («Χριστόδουλος FM» τον έλεγα) ήταν μια έξυπνη και καθοριστική του ενέργεια για τη μελλοντική πορεία του απ’ τη Μητρόπολη Δημητριάδος στην Αρχιεπισκοπή. Κυκλοφορούσε ήδη και την «Πληροφόρησή» του, τη μηνιαία έκδοση της Μητρόπολης, που μου ’χε ζητήσει να’ χω την επιμέλεια, μια δέσμευση που μοιραίως θα φρενάριζε τα «παραεκκλησιαστικά» μας, γι’ αυτό και πρότεινα να την αναλάβει ο πατέρας Θεόκλητος μετά από μια μικρή βοήθεια δική μου. Με το ραδιόφωνο και την εφημερίδα το Θείο Κήρυγμά του πήρε άλλες διαστάσεις και στη συνέχεια χρώμα εθνικοπολιτικό, μ’ ένα εκκλησίασμα να ενθουσιάζεται, να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει, με το δημοτικό συμβούλιο της πόλης να επικρίνει και να αντιδρά, με τον τοπικό Τύπο να τον σχολιάζει, λίγο – πολύ, ανάλογα με την πολιτική του.
Μαζί με τα «παραπολιτιστικά» σατίριζα και τα «παραεκκλησιαστικά» μας, με κάποιες όμως ενοχές, πιστεύοντας ότι σίγουρα στεναχωρούσα τον Επίσκοπο και φίλο. Δεν ήταν έτσι ακριβώς. Όταν σε κάποια εγκαίνια, κάπου στη Νέα Ιωνία, ένας απ’ τους λογίους της πόλης μας φώναξε «ελάτε να βγούμε φωτογραφία με τον Σεβασμιώτατο» κι έκανα πως δεν άκουσα, αμέσως μετά ακούστηκε φωνή Κυρίου Χριστοδούλου: «Γιάννη, παιδί μου, μην απομακρύνεσαι, έλα εδώ, κοντά μου». Και τότε βρήκα την ευκαιρία να εξομολογηθώ: «Ξέρετε, Σεβασμιώτατε… συστέλλομαι που σας στεναχωρώ μ’ αυτά που γράφω»… Και η απάντησή του ήταν εκπληκτική: «Γιάννη, παιδί μου, όχι μόνον αυτά. Κι άλλα χειρότερα μπορείς να γράφεις;». Μια απάντηση που αργότερα κατάλαβα τι έκρυβε στις λέξεις.
Και περνούσανε τα χρόνια με τον Χριστόδουλο να ’ναι ο Αρχιεπίσκοπος των καθημερινών ειδήσεων, των πούλμαν, των λαοσυνάξεων και των ζητωκραυγών, των ταυτοτήτων με Χ.Ο., των λαβάρων, των προβολέων και των ΜΜΕ γενικώς, με μια λαοθάλασσα συνέχεια να φουσκώνει και μ’ ένα πλήθος ν’ ακολουθεί έναν θρησκευτικο – πολιτικόν ηγέτη, αφού στη χορεία των καθαρώς (και καθαρών) πολιτικών υπήρχε (και υπάρχει) ένδεια. «Έχω δικαίωμα να λέω την άποψή μου ελεύθερα και να την υποστηρίζω», έλεγε απαντώντας, χωρίς μισόλογα κι υποκρισίες, στους επικριτές. Γιατί όχι, δεν είχε; Όταν αγρίευε και θύμωνε, θύμιζε Ρώσο δεσπότη εποχής, βγαλμένον λες από παλιές ταινίες του Αϊζενστάιν. Κι όταν τον έβλεπα μόνο μ’ ένα απλό ράσο κι ασκεπή, χωρίς χρυσούς σταυρούς κι αστραφτερά άμφια, τότε μου θύμιζε τα πρώτα χρόνια, τα καλύτερα.
Έτσι τον είδα για τελευταία φορά στην Αρχιεπισκοπή, σε μια συνάντηση φιλική ή μάλλον νοσταλγίας. Είπαμε τόσα, αλλά πρώτη φορά δεν μου ’πε ούτε ένα ανέκδοτο. Κι όταν αποχαιρετηθήκαμε ήτανε δακρυσμένος. Είχε αρχίσει η περιπέτεια ή την προαισθανόταν; Κι όταν μες στην οδύνη του είπε «γιατί σε μένα, Θεέ μου;» και ζήτησε μετά συγνώμην απ’ τον Ύψιστο, λέγοντας «θα τον σηκώσω τον σταυρό», τότε θυμήθηκα ότι τον σταυρό του ο Χριστόδουλος τον κουβαλούσε χρόνια. Τον φορτώθηκε στην «Οδό του Μαρτυρίου», σε μια ανεπανάληπτη επίσκεψή μας στην Ιερουσαλήμ. Μ’ εντυπωσίασε η εικόνα του και φωτογράφισα το πέρασμά του, απορώντας πώς είναι δυνατόν ένας τόσο χαρούμενος και χαρισματικός άνθρωπος να κουβαλάει σταυρό! Κι ενώ τότε (Αύγουστος 1979) ήταν απλώς μια αναπαράσταση, τώρα του Χριστόδουλου ο σταυρός ήταν πραγματικός, βαρύς, ασήκωτος, μαρτυρικός στην κυριολεξία. Ένας σταυρός που ο εξαγνισμένος Αρχιεπίσκοπος τον σήκωσε και τον κουβάλησε «ως τον μικρό του – όπως είπε – Γολγοθά».
«Προσευχηθείτε για μένα», μας παρακάλεσε πριν δέκα χρόνια φεύγοντας απ’ τον Βόλο για την Αρχιεπισκοπή. «Προσευχηθείτε για την ψυχή μου», είπε στα τελευταία του. Να προσευχηθούμε, ναι και να ζητήσουμε απ’ τον Ύψιστο να τον πάει σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Προσωπικά θα ’θελα να τον πάει, αν είναι δυνατόν, σ’ έναν κόσμο χωρίς εκτυφλωτικά φώτα και μεγάλους προβολείς, χωρίς πλούσια αξεσουάρ και δίμετρες πατερίτσες, χωρίς άναρθρες κραυγές και υποκριτικούς ψιθύρους, κάπου σ’ έναν κόσμο ήρεμο κι απλό, σαν τον κήπο της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, με τη συντροφιά μας στο πεζούλι κι ανάμεσά μας τον Χριστόδουλο να μας μιλάει χαμογελαστός, μέχρι να ‘ρθει το σούρουπο κι η νύχτα. Αύριο ξημερώνει άλλη μέρα…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου