ΤΟΠΙΚΑ

Περιφερειακή Διακυβέρνηση

περιφερειακή-διακυβέρνηση-851206

Οταν το 1994 θεσμοθετήθηκε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, είχα υποστηρίξει με σχετική αρθρογραφία ότι ο νέος θεσμός ήλθε με τόση χρονική υστέρηση, όταν πια ήταν ήδη ώριμο το επόμενο βήμα, δηλαδή η καθιέρωση του δευτέρου βαθμού Αυτοδιοίκησης σε επίπεδο περιφέρειας. Οι εξελίξεις νομίζω πως δικαίωσαν απολύτως την άποψη αυτή. Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε μια επιστημονική επιτροπή του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία εκπόνησε για λογαριασμό της ΕΝΑΕ μελέτη για την οργανωτική αναδιάρθρωση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης. Η ελπιδοφόρα διαπίστωσή μου είναι ότι τα θεσμικά όργανα της Αυτοδιοίκησης έχουν πλέον πλήρη συνείδηση της αδήριτης ανάγκης για ριζικές μεταρρυθμίσεις, που θα ενταχθούν σ’ ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο σχέδιο για τη συνολική ανασύνταξη της ελληνικής πολιτείας.
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για τη μετεξέλιξη της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης. Κάποιες απ’ αυτές προκρίνουν σχήματα που αν εφαρμοστούν, θα δημιουργήσουν κατά τη γνώμη μου περισσότερα ίσως προβλήματα απ’ όσα θα λύσουν (π.χ. η εφαρμογή ενός μοντέλου αντίστοιχου με αυτό των διευρυμένων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, με εκλογή μεν Περιφερειάρχη αλλά και διατήρηση των νομαρχών). Πιστεύω πως το σύστημα περιφερειακής διακυβέρνησης που θα επιλεγεί, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού σχεδιασμού και να ενταχθεί σε μια συνολική θεώρηση, ώστε να ανταποκρίνεται στους βασικούς στόχους του νέου θεσμού, δηλαδή στην αναπτυξιακή αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, την αποτελεσματική διοίκηση των περιφερειακών υποθέσεων και τη δημοκρατική αντιπροσώπευση των πολιτών. Τα λάθη και η αποσπασματική αντιμετώπιση που χαρακτήρισαν τη διαμόρφωση του θεσμού νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, επιβάλλεται να μην επαναληφθούν.
Για την επιλογή του πιο πρόσφορου συστήματος θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ληφθούν υπόψη οι εξής παράμετροι:
1. Η ανάγκη να δημιουργηθούν πολιτικά όργανα (Περιφερειάρχης και Περιφερειακό Συμβούλιο) με ισχυρό προγραμματικό και επιτελικό ρόλο.
2. Η ανάγκη για διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού Κυβερνητικού-Διοικητικού οργάνου (Εκτελεστική Επιτροπή), που θα επιτρέψει στην αυτοδιοικητική Περιφέρεια να λειτουργήσει ως ισχυρό διοικητικό κέντρο για το συντονισμό και την αυξημένη αποδοτικότητα των περιφερειακών δημοσίων επενδύσεων και τη διοικητική εξυπηρέτηση των πολιτών. Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής (δηλαδή οι σημερινοί Αντινομάρχες ριζικά αναβαθμισμένοι) πιστεύω πως θα πρέπει να έχουν αρμοδιότητα όχι γεωγραφική (κατά νομό), αλλά κατά τομέα δημόσιας πολιτικής, ώστε να ενισχύεται ο περιφερειακός χαρακτήρας του νέου θεσμού.
3. Η ανάγκη για πολιτική ενότητα της περιφέρειας και διαμόρφωση περιφερειακής συνείδησης, χωρίς ταυτόχρονα να αγνοείται η ισχυρή παράδοση των Νομών και η ανάγκη εγγυημένης αντιπροσώπευσής τους. Πολύ περισσότερο, που μέριμνα του νέου θεσμού θα πρέπει να είναι η κατά το δυνατόν άρση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και η διασφάλιση αναπτυξιακής ισορροπίας στο πλαίσιο της κάθε περιφέρειας.
4. Η ανάγκη της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής συναίνεσης και η καθιέρωση θεσμών κοινωνικής διαλόγου.
Κρίσιμο ζήτημα για το νέο θεσμό αποτελεί η αναδιάρθρωση των περιφερειακών υπηρεσιών. Αξίζει να επισημανθεί ότι η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση κατέχει εξαιρετικά νευραλγική θέση στο διοικητικό σύστημα της χώρας, αφού οι υπηρεσίες της διεκπεραιώνουν το 70% περίπου των υποθέσεων για τις οποίες οι πολίτες καταφεύγουν στο κράτος. Η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση αποτελεί το ενδιάμεσο επίπεδο όπου, κατά βάση, συναντάται η διοίκηση με την αυτοδιοίκηση. Ο νέος θεσμός, κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποτελέσει το βασικό μοχλό για μια μεγάλη τομή στο διοικητικό σύστημα της χώρας που θ΄ αλλάξει εκ βάθρων το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της Δημόσιας Διοίκησης.
Στο πλαίσιο αυτό ένα σημαντικό θέμα που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί, είναι η διάρθρωση των υπηρεσιών σε σχέση και με τις υφιστάμενες νομαρχιακές υπηρεσίες. Εκτιμώ ότι πρέπει να υπηρετηθούν ταυτόχρονα δύο βασικοί στόχοι:
α) η ανάγκη να εμπεδωθεί η πολιτική και διοικητική ενότητα της Περιφέρειας και να διασφαλιστεί η λειτουργία του νέου θεσμού ως ενιαίου ΝΠΔΔ και όχι ως αθροίσματος διάσπαρτων και αυτονομημένων νομαρχιακών υπηρεσιών, και
β) η εξυπηρέτηση των πολιτών να γίνεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα, ώστε να αποφεύγεται η άσκοπη μετακίνηση και η ταλαιπωρία τους.
Τούτων δεδομένων, το μοντέλο που προτείνεται ως πιο πρόσφορο, είναι να λειτουργούν σε κάθε νομό περιφερειακές υπηρεσίες κατά τομέα δημόσιας πολιτικής (με βάση τις σημερινές νομαρχιακές υπηρεσίες), οι οποίες θα ολοκληρώνονται σε επίπεδο Γενικής Διεύθυνσης που θα λειτουργεί στην έδρα της Περιφέρειας, κατά ευρύτερους τομείς δημόσιας πολιτικής (π.χ. όλες οι νομαρχιακές διευθύνσεις του τομέα της Αγροτικής Ανάπτυξης). Με το μοντέλο αυτό επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός, και εν συνεχεία η λειτουργική συνάρθρωση της πολιτικής και διοικητικής ευθύνης, παίρνοντας υπόψη και τα όσα πιο πάνω προτείνονται για τη λειτουργία της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Για τον αναγκαίο συντονισμό των περιφερειακών υπηρεσιών που θα λειτουργούν σε κάθε νομό, προκρίνεται η λύση ενός Γενικού Διευθυντή κατά νομό, δηλαδή διοικητικού στελέχους καριέρας με αυξημένα προσόντα, ο οποίος θα ορίζεται επί θητεία και θα έχει καθαρά συντονιστικές αρμοδιότητες. Εναλλακτικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι για μια μεταβατική τουλάχιστον περίοδο είναι σκόπιμο να συντονίζει τις περιφερειακές υπηρεσίες που εδρεύουν στο νομό ένα πρόσωπο με πολιτική ευθύνη, θα μπορούσε να προκριθεί αντί του Γενικού Διευθυντή η λύση του μετακλητού Γενικού Γραμματέα που θα ορίζεται από τον Περιφερειάρχη.
Παρότι η κυβέρνηση φαίνεται να έχει μετακινηθεί από μια εντελώς αρνητική στάση, δεν εκτιμώ ότι είναι στις προθέσεις της η προώθηση ενός συνολικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου για την αποκέντρωση με αυτοδιοίκηση. Τα θέματα του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού του συστήματος διακυβέρνησης άλλωστε, αποτελούσαν πάντοτε πεδίο πολιτικής και προγραμματικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δυνάμεις της μεταρρύθμισης και της πολιτικής καινοτομίας απ’ τη μια, και τις δυνάμεις της στασιμότητας και του αναχρονισμού απ΄ την άλλη.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου