ΤΟΠΙΚΑ

Η υπόσχεση

η-υπόσχεση-851206

Έφτασαν στην πόλη την ώρα που οι υπάλληλοι είχαν πάει στη δουλειά τους. Κατέβηκαν από το τρένο με τα ρούχα της δικής τους δουλειάς, τις λασπωμένες μπότες και το μαύρο αξύριστο μούτρο του άντρα. Στα χωράφια δεν πείραζε. Στην πόλη όμως πείραζε και το αγόρι ένιωσε τα βλέμματα να στρέφονται επάνω τους.
Διέσχισαν κάθετα το δρόμο και πήραν έναν άλλο τραβώντας για την τράπεζα. Το αγόρι ένιωθε στενάχωρα, λες και τα ψηλά κτίρια, το μαύρο πεζοδρόμιο, τ’ αμάξια, οι άντρες κι οι γυναίκες με τα ωραία τους ρούχα είχαν το ένα τους μάτι καρφωμένο πάνω τους, κάνοντας να φαίνονται πιο χοντροκομμένα τα ρούχα της δουλειάς τους, πιο λασπωμένες οι μπότες τους και πιο βρώμικη κι αξύριστη η φάτσα του άντρα. Κι ακόμα περισσότερο, σα να μην έπρεπε ετούτη η φάτσα να βγαίνει καθόλου απ’ τα χωράφια. Κι ακόμα πιο πολύ, αν βγαίνει, να μην κυκλοφορεί οπωσδήποτε σε πόλη.
Μπήκαν στην τράπεζα, πάτησαν με τις λασπωμένες μπότες τους το λαμπερό της δάπεδο με πόδια άκαμπτα, σα να βάδιζαν σε γυαλιά, κι ο άντρας με τη μαυρίλα του κάμπου και με τον ξεραμένο ιδρώτα στο μούτρο του στάθηκε στο γκισέ, βγάζοντας με τη γλώσσα ανάμεσα απ’ τα δόντια του ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα. Ύστερα βγήκαν.
Πέρασαν μπροστά από κάποιο μαγαζί κι ο άντρας πλήρωσε για ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο του αγοριού. Πέρασαν μπρος απ’ το πρώτο καφενείο. Παρ’ όλο που οι πόρτες ήταν κλειστές, το αγόρι μπόρεσε να μυρίσει τη ζεστή αποφορά απ’ τα σώματα των πελατών. Ο άντρας άρχισε να βήχει. «Άκου, πάρε ένα τάλιρο και πήγαινε μια βόλτα» έκανε σα να τον είχε πιάσει λόξιγκας. Δεν έβηξε άλλη φορά, μόνο που κοίταξε το αγόρι, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα. Μετά σταμάτησε το ανοιγοκλείσιμο. «Υποσχέθηκα στη μαμά να μη σ’ αφήσω» είπε ήσυχα το αγόρι. «Έλα, έτσι κι αλλιώς θα πάω» είπε πιο ήσυχα ο άντρας. «Μόνο για ένα τσίπουρο» συμπλήρωσε κι έβαλε ένα δεκάρικο στη χούφτα του αγοριού. «Γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος» έκανε το αγόρι με παγερή φωνή, όχι για τον άντρα, αλλά γι’ αυτό που ήταν ο άντρας. Τον θυμόταν να έρχεται τα βράδια τρεκλίζοντας στο σπίτι, να κατεβάζει χριστοπαναγίες, να δέρνει τη μάνα του, να ξυπνάει όλη τη γειτονιά κι ύστερα ν’ αποκοιμιέται και να ροχαλίζει έτσι όπως ήταν καθιστός σε μια καρέκλα της κουζίνας, λες κι ήθελε να ’ναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πεταχτεί επάνω και να ξαναρχίσει τις χριστοπαναγίες. Και να ξοδεύει στο πιοτό ολόκληρη τη σοδειά απ’ το καλαμπόκι και το σιτάρι και να χάνεται, να γίνεται κομμάτια, να σκορπίζεται μέσα στα καφενεία.
«Καλά, έλα κι εσύ. Να μην κρυώνεις κιόλας». «Δεν κρυώνω». «Έλα. Πάρε μια κόκα κόλα». «Δε θέλω κόκα κόλα». «Καλά, όπως θες» έκανε ο άντρας κι άνοιξε την πόρτα του καφενείου. Το αγόρι απόμεινε στο πεζοδρόμιο, σκουπίζοντας με την ανάστροφη το στόμα και μ’ ένα αχρείαστο δεκάρικο στη χούφτα.

«Μόνο για ένα τσίπουρο!» φώναξε έξω από το τζάμι.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου