Ελλειμματικός, αόριστος, στον οποίο εμπεριέχονται υπερβολές, με ερμηνευτικά αδιέξοδα, που μόνο με σωστή αξιολόγηση από τους Ελληνες δικαστές θα μπορέσει να αποδώσει, χαρακτηρίστηκε ο νόμος 3424/2005 που αφορά στο ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος, στην χθεσινή εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου στην συνεδριακό κέντρο Φόρουμ, που είχε ως θέμα «επίκαιρα ζητήματα του Οικονομικού Ποινικού Δικαίου».
Ο νόμος 3424/2005, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο ποινικολόγος, μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων ο κ. Πολύχρονης Τσιρίδης, εμπεριέχονται πρωτοφανείς ρυθμίσεις του οποίου ακυρώνεται ο θεσμικός ρόλος του Δικηγόρου, κινδυνεύουν οι δικηγόροι να γίνουν καταδότες των πελατών τους, προσβάλλονται οι παραδόσεις του δικηγορικού λειτουργήματος και εν κατακλείδι θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, οι δικαιοκρατικές αρχές και ο νομικός πολιτισμός. Ο νόμος αφορά στην τροποποίηση, συμπλήρωση και αντικατάσταση διατάξεων του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α) και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις.
Χαρακτηριστικά ήταν τα όσα ανέφερε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου κ. Αναστάσιος Βολιώτης, χαιρετίζοντας την εκδήλωση: «Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπως είπε, σ εκείνο που νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε είναι το ότι κυρίαρχη θέση κατέχει το χρήμα. Ζούμε για το χρήμα, πεθαίνουμε για το χρήμα, δολοφονούμε, (χωρίς συνέπειες), για το χρήμα, το ανταλλάσσουμε αδίστακτα με τη συνείδησή μας, τα όνειρά μας, τις ομορφιές της ζωής και της ψυχής μας. Το χρήμα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που διανύουμε είναι το αίτιο της κατακόρυφης ανόδου του οργανωμένου εγκλήματος, της διακίνησης ναρκωτικών, της πορνείας, του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, της αναβίωσης της δουλεμπορίας και της παιδικής εργασίας, της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και των αναπτυσσόμενων οικονομιών, καθώς και της διεθνούς τρομοκρατίας. Γύρω από αυτό θα υπάρξουν αύριο όλες σχεδόν οι υποθέσεις στα Δικαστήρια.
Την εκδήλωση-συζήτηση συντόνισε ο πρύτανης των καθηγητών του Ποινικού Δικαίου κ. Ιωάννης Μανωλεδάκης, όπως τον χαρακτήρισε ο κ. Βολιώτης, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά ότι οικονομικό έγκλημα δεν είναι μια ληστεία, αλλά η τεχνική χρησιμοποίησης των νόμων της αγοράς για προσωπικό όφελος και κέρδος, από τα δημόσια οικονομικά.
Ο γνωστός καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ κ. Λάμπρος Μαργαρίτης, αναφέρθηκε στο θέμα «Δημόσια Περιουσία και Ποινική Προστασία. Από το παρελθόν στο παρόν». Ο ίδιος σε βιβλίο του έχει υποστηρίξει ότι μέλλον του νόμου 1608/1950 είναι η κατάργησή του. Σημειώνεται ότι ο εν λόγω νόμος αφορά στους καταχραστές του Δημοσίου, με ποινές που προβλέπουν ισόβια κάθειρξη. Όπως άλλωστε τόνισε ο ομιλητής, έχει έρθει η ώρα της κατάργησης του συγκεκριμένου νόμου, καθώς δεν μπορεί πλέον να συμβαδίσει με τα νέα οικονομικά δεδομένα που υπάρχουν.
Ο Αντεισαγγελέας Εφετών κ. Σταμάτης Δασκαλόπουλος, γνωστός από την θητεία του στην Εισαγγελία Βόλου, μίλησε για το θέμα της νομισματικής ενοποίησης και των νομισματικών πλαστοποιήσεων και ειδικότερα με την αύξηση των προσβολών και την ένταση της καταστολής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η νομοθεσία που αφορά στα πλαστά νομίσματα παγκοσμίως έχει αυστηροποιηθεί, καθώς σήμερα είναι ευκολότερη η πλαστοποίηση, καθώς σήμερα υπάρχουν σύγχρονοι μέθοδοι και το κάνουν να μοιάζουν ως γνήσιο.
Τόνισε δε ότι όλες οι έννομες τάξεις παγκοσμίως θέλουν να προστατεύσουν το νόμισμα, καθώς πέραν της οικονομίας το πλαστό νόμισμα συνοδεύεται με σύσταση εγκληματικών οργανώσεων και άλλα.
Αυτό που εμφανίζεται σήμερα είναι ότι υπάρχει μια αρχή. Ολες οι έννομες τάξεις τιμωρούν το πλαστό νόμισμα ανεξάρτητα αν είναι ευρωπαϊκό, αμερικάνικο ή από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Τέλος, η καθηγήτρια του Ποινικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Μαρία Καγιάφα-Γκμπάντι αναφέρθηκε στα «Οικονομικά συμφέροντα Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κρατών Μελών Προβάδισμα Ενωσιακού Δικαίου ή Εθνικής Νομοθεσίας». Σύμφωνα με τα λεγόμενά της σε πολλές των περιπτώσεων η προσαρμογή ευρωπαϊκών διατάξεων στην Ελληνική Δικονομία, έχει παρουσιάσει πολλά προβλήματα και αστοχίες.