ΤΟΠΙΚΑ

Για μια υπόληψη

για-μια-υπόληψη-851206

Είναι κάποιο παιδάκι, ο Δημητράκης, ένα εξήντα δύο το μπόι του στον ανήφορο, ένα τίποτα, να μην του δίνει σημασία ούτε η μάνα του που λένε, αλλά στην πιάτσα ο Δημητράκης έχει πέραση και σέβας, καθότι κουβαλάει πάνω του κάτι καναβούρια απ’ τα καλά, όχι της γλάστρας, κοροϊδιλίκι πράμα, που δε σε πιάνουν μήτε στον πονόδοντο.
Έμπαινε στο μαγαζί, τον έκοβε ο άλλος, του ’λεγε: «Ρε Δημητράκη, κρατάς μαζί σου τίποτα;». «Να δούμε», έκανε ο Δημητράκης και καθόσον το ρήμα είχε επαμφοτερίζουσα σημασία, ψαχνόταν ο άλλος κι έπεφτε το χαρτονόμισμα σύννεφο. Και επειδής, να πούμε, το έξτρα πράμα που ’χε ήτανε μονοπώλιο, ακρίβαινε όσο ήθελε τη δόση, ανάλογα με το πρόσωπο που ήταν απέναντι. Κυκλοφόραγε λοιπόν με το μασούρι ο Δημητράκης, το επίδειχνε στον περιπτερά της γειτονιάς όταν αγόραζε τσιγάρα, στις γκόμενες, παντού, κι όλοι τον υπολήπτονταν: «Τι έκτακτος κύριος!», διαπίστωση που τη δεχόταν ασυζητητί, γιατί σου λέει, τι, χειρότερος είμαι ’γω από έναν γιατρό που κλέβει το δημόσιο στη συνταγογραφία;
Τώρα, ήταν ένα παιδάκι νέο στα μέρη μας κι άγνωστο σχετικώς. Έσκασε μύτη στα μπαρ και τα μπουζούκια, σκόρπαγε τα πράσινα σα να ’ταν μαρουλόφυλλα και ένα βράδυ λέει: «Έχεις, ρε Δημητράκη;». «Να δούμε». «Πόσα;». «Τόσα». «Τι λες μωρή Πιπίτσα, με τόσα παίρνω γκαρσονιέρα!». «Ε, τότε δεν έχω». «Ρε συ, δίνεις ή να σε κρεμάσω σε κάνα φανοστάτη να κάνεις το εικόνισμα;». «Α πάαινε ρε από δω, μην έχουμε ντράβαλα», λέει ο Δημητράκης και τραβάει ένα σουγιά με σούστα. «Σε μένα μωρή νεραντζούλα φουντωτή τραβάς μαχαίρι; Στάσου να σε κατεβάσω στο περιγιάλι, να δουν τον αστράγαλό σου, να τον κάνουν τραγουδάκι!» λέει ο νεοφερμένος και ντρεσάρει του Δημητράκη μια μπουνιά, που όποιος την έτρωγε θα χόρευε εφτά μέρες τον αρκουδιάρικο, πόσο μάλλον κάποιος σαν τον Δημητράκη που λόγω κατατομής χρειαζόταν έντεκα. Επειδή όμως ο Δημητράκης υπερέβη πάσα προσδοκία και χρειάστηκε δεκατρείς, άρχισε στην πιάτσα να πέφτει ένα χοντρό δούλεμα «ώα κορόιδο», τέτοια. Μάλιστα. Εξαφανίστηκε. Κι ως λέγουσι, να πούμε, πάει κατά Λάρισα μεριά να πουλήσει μαγκιά.
Ούτε Λάρισα πήγε ούτε πουθενά. Σπίτι του κλείστηκε, Νέα Ιωνία, και λογάριαζε το πώς θα πάρει εκδίκηση. Δεν είναι μικρό πράμα, εκεί που περπατάς στον κόσμο με το κεφάλι ψηλά κι όλοι σου βγάζουν το καπέλο, να γίνεις ξαφνικά σκουπίδι, ένα τίποτα, κι εκεί που ήσουν το θηρίο να σε περνούν όλοι για πριμαντόνα. Το σκέφτηκε τρεις βδομάδες και ένα βράδυ βγήκε κι αγόρασε πιστόλι. Διότι ζούμε για μια υπόληψη. Και ψάχνει στα στέκια να τρακάρει τον νεοφερμένο. Κι ούτε ψύλλος στον κόρφο του που θα σαπίσει μέσα, θα πάει η ζωή του στράφι…

Αυτά όμως δεν τα σκέφτονται ούτε οι βαριοί μάγκες. Όχι ένας Δημητράκης…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου