ΤΟΠΙΚΑ

Ο μαμάκιας …

ο-μαμάκιας-851206

Κολλημένος ένας τύπος, στη μαμά του ήταν την κλώσα,
τύπο που μαμάκια λέμε, όλοι στην απλή την γλώσσα.

Κάποια ημέρα, πώς του ήλθε και νυμφεύεται μια νέα,
εργαζόταν και άψογη ήταν και νοικοκυρά και ωραία.

Προσπαθούσε, όμως ποτέ του, δεν της έβρισκε ψεγάδι,
μ άμα απ τη δουλειά γυρνούσε, την έπρηζε κάθε βράδυ.

Η Αννούλα όλο το σπίτι, το είχε και αστραφτοκοπούσε,
έλεγε, «καλό ναι Αννούλα, μα η μαμά το διακοσμούσε».

Μαγείρευε ό,τι της ζητούσε και πρόσεχε τα φαγητά του,
τα τρωγε μα έλεγε πάντα, πιο καλά φτιάχνει η μαμά του.

Σιδέρωνε όλα του τα ρούχα, τα καθάριζε στην τρίχα
έλεγε «κολλαριστά θα ήταν, τη μανούλα μου αν είχα».

Ώσπου απηύδησε η Αννούλα, σκέφθηκε, «τι να του κάνω,
να μη μου λέει ότι η μαμά του, κάτι του κανε πιο πάνω;»

Σκέφτηκε απ τη μια μπάντα, ξανασκέφτηκε απ την άλλη
και είπε να αγοράσει μαύρα, sex εσώρουχα και να βάλει.

Το βράδυ στόλισε τα πάντα, ανάβει κεράκια στο τραπέζι,
και απ το στερεοφωνικό τους, μουσική απαλή να παίζει.

Φόρεσε τα εσώρουχά της και έσβησε και όλα τα φώτα
και περίμενε ο αντρούλης, να εμφανισθεί εις την πόρτα.

Μόλις θα μπει ο προκομμένος, σκέφθηκε ότι θα τα χάσει,
και πίστεψε η δόλια Αννούλα, την μαμά πως θα ξεχάσει.

Μπαίνει μέσα λοιπόν ο τύπος και την σύζυγο αντικρίζει
και άρχισε όλος να τρέμει και σαν το πανί να ασπρίζει.

«Γιατί είναι σβηστά τα φώτα και φοράς μαύρα Αννούλα,
σου ΄παν πως κακό έχει πάθει, η καημένη μου η μανούλα;»

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου