ΤΟΠΙΚΑ

Η σπορά

η-σπορά-851206

Είναι ο καιρός που αρχίζει η σπορά, αν και δεν κρύβει καμιά χαρά εκεί που κατάντησε ο αγρότης. Όμως εγώ πρόλαβα κι έζησα μια άλλη σπορά, την τελευταία, πριν την εξαφανίσουν οι μηχανές και οι πολιτικές.
Είμαι δεν είμαι έξι χρόνων. Κάθομαι απάνω στα τσουβάλια με το σπόρο στη μέση μιας μεγάλης έκτασης δίχως ένα βουναλάκι, γυμνής, κυκλικής και ακαθόριστης, που μοιάζει με θάλασσα. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει εξόν από κάποια δέντρα ολόρθα απάνω στις ρίζες τους και με κλαδιά ακούνητα. Μέσα στον απαλό κυματισμό τούτης της γης, πολύ μακριά, φαίνονται δυο χωριά, το ένα δίπλα στο άλλο. Σα νησιά. Τα πρωτοβρόχια έχουν πέσει, τα οργώματα ήταν έτοιμα από καιρό, η μέρα μίκρυνε και κρυάδιασε, οι χωριάτες βιάζονται να σπείρουν. Ατμόσφαιρα θαμπή, θολή, σύννεφα στο βοριά και ένα φως μικρό κι ατάραχο πάνω από τον κάμπο. Ο πατέρας ξεκινάει από τη μια άκρη του χωραφιού με ένα ρυθμικό τραμπάλισμα, έχοντας κρεμασμένο στον αριστερό του ώμο το σποροσάκουλο κι αναταράζοντας τον αέρα με το δεξί στην ίδια πάντα κίνηση. Το δεξί χέρι ξεκινάει από αριστερά, περνάει μπροστά απ’ το στήθος μισοτεντωμένο και φτάνοντας σε όλη του την έκταση, τριάντα μοίρες δεξιά κι επάνω από το στήθος, ανοίγει η παλάμη. Και πάλι αριστερά. Και πάλι. Και πάντα το ίδιο βήμα, η ίδια χειρονομία, από τη μια άκρη του χωραφιού ως την άλλη, μέσα από ένα σύννεφο σκόνης σιταρίσιας. Και από πίσω έρχονται τα δυο μουλάρια του Ντίμτσα κάτω από τις φωνές του, κάτω απ’ το σφύριγμα του καμτσικιού και παραπίσω η σβάρνα κι απάνω της ο Ντίμτσας να βρίζει και να φτύνει κι οι σπόροι να θάβονται απ’ τη σβάρνα μαλακά, σάμπως στοχαστικά. Κοντά, μακριά, δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω, παντού, σπέρνουν. Αμέτρητες σιλουέτες τραμπαλίζονται με την ίδια ρυθμική κίνηση, έρχονται προς το σημείο που βρίσκομαι, ξεμακραίνουν. Η γη ανατριχιάζει. Ο Ντίμτσας περνάει από δίπλα μου φωνάζοντας μανιασμένα: «Καπετάνιο, ε, Καπετάνιο, που κακοχρόνο να ’χεις!» και καμτσικώνει το μουλάρι αλύπητα.
Τώρα είναι μεσημέρι. Χώνω το χέρι στο τσουβάλι, τραβάω μισή παλάμη σπόρο, τον σπάω σπυρί σπυρί με τα μπροστινά μου δόντια και τον τρώω. Ο ουρανός εξακολουθεί να ’ναι σταχτής και σιωπηλός κι απέραντος και κάτω απ’ τη μεγαλοσύνη του οι χωριάτες, σα μαύρα δουλευτάρικα μυρμήγκια, εξακολουθούν να σπέρνουν κι εμένα μου φαίνεται ότι η προσπάθειά τους είναι δυσανάλογα μικρή για να καλύψει μια τόσο γιγάντια έκταση. Όμως εξακολουθούν να επιμένουν πεισματικά, παλεύοντας ενάντια στην απεραντοσύνη μέχρι να τη νικήσουν…
Το σούρουπο γυρνάμε στο χωριό με φωτεινά τα μάτια.

Ήταν μια δύσκολη κι ωραία εποχή, που ακόμα ελπίζαν οι αγρότες, πριν τους ρουφήξουν οι πολιτείες και τους συντρίψουν οι πολιτικές…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου