ΤΟΠΙΚΑ

Οι αρχηγίες

οι-αρχηγίες-851206

Είναι, αδερφέ μου, μία δουλειά που μπορεί να την πάθει ο καθένας. Εκεί που κάθεται και πίνει φραπέ, λέει «αχ, αχ, αχ… δε νιώθω καλά» και μέχρι να τελειώσει με την κουβέντα πάρτον κάτω τέζα και άντε γύρευε μετά σωτηρία από τις γιατροί. Ρε, δεν πα να ’σαι λεφτάς, ό,τι διάολο κι αν είσαι τα κακαρώνεις, σε κλαίνε οι δικοί σου, σου στέλνουνε στεφάνια οι φίλοι και στην κηδεία, στις πίσω σειρές, σπάνε κέφι με τα στραβά σου γνωστοί και συγγενείς. Κι απάνω που τελειώνει ο παπάς με τις ψαλμωδίες σε έχουνε ξεχάσει και τρέχουν στις δουλειές τους να βγάλει ο ένας το μάτι του αλλουνού.
Στα κόμματα δε γίνεται έτσι. Πιάνει ας πούμε την καρδιά του το κόμμα κι εκεί που πίνει το φραπεδάκι του αραχτό και πέρα βρέχει, δίνει μία βουτιά και γίνεται ένα με το χώμα. Κι αντί να το τρέξουν στις γιατροί, να δώσουν, ως είθισται, τον μάταιο υπέρ πάντων αγών, πλακώνονται αναμετάξυ τους ποιος θα ’ναι ο αρχηγός… Μάλιστα. Και ερωτάς: «γίνονται τέτοια πράματα;». Κι όμως γίνονται…
Το κόμμα ήτανε πράσινο. Μπορεί να το λέγαν κεντροαριστερό, μπορεί κεντροδεξιό, μπορεί ό,τι θέλανε. Δεν τα μίλαγε καλά τα ελληνικά, έλεγε χίλιες λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη και νόημα δεν έβγαζες κι επειδή στα νιάτα του ήτανε ξύπνιο και ζουμπουρλούδικο, ανακατεύτηκε με τη διακυβέρνηση της χώρας και τη γάζωνε μια χαρά. Έλεγε, έλεγε, κανένας δεν καταλάβαινε τίποτα, κι αν στο φινάλε κάποιος έβγαινε παραπονούμενος, του έδινε την απάντηση: «Μα εγώ δεν είπα αυτό. Λάθος κατάλαβες. Εγώ είπα άλλο» και γινόταν η δουλειά άνευ εμπόδιο και ζημία μηδέν.
Μια, δυο, τρεις, δέκα οι πονηριές, όξω το κόμμα, αντιπολίτευση, έφτασε στα τριάντα τρία του και δεν ήξερε πού θα ’ναι στα σαράντα κι εκεί που κάθονταν και περίμενε να κατεβάσει η γκλάβα του κάνα καινούριο κόλπο, του ’ρχονται στο δοξαπατρί οι εκλογές και πάρτο κάτω… Κι απάνω στα τέτοια γίνηκε και μια παρεξήγηση για την αρχηγία κι αρπάει ο αρχηγός μια σουγιαδιά στο μάγουλο. Τον πήραν τα ζουμιά, θύμωσε ο άνθρωπος: «Ρε σκατοσαλονικιέ, εμένα ρε χαράκωσες;» και τραβάει το πιστόλι απ’ την κωλότσεπη. Ο Σαλονικιός δεν ήτανε εκλέρ για να τον καταπιεί ο αρχηγός, ξίνισε, πετάει το σουγιά, του τον καρφώνει στη μάπα… Κι αφήσανε το κόμμα χαμαί, χωρίς να τρέξουν στις γιατροί πάραυτα και ως είχον υποχρέωσιν…
Ήτανε μια φορά ένα κόμμα νέο και δυνατό, στα τελευταία του έγινε του φουκαρά η βάρκα, να πούμε, όλο έμπαζε νερά, ήτανε στην αρχή ένα κόμμα που όλα τα ’χε στο έξυπνο, χοντρό δούλεμα στον κοσμάκη αλλά με χαρακτήρα και στυλ, πολύ εν τάξει και σ’ όλα σεπρεπόν, μα όταν ρόδισε η πέτσα και ψήθηκαν τα κορόιδα, κρεμάσανε ταμπέλα «ώραι κρίσεως αμαρτωλών 5 μ.μ. έως 10 καθ’ εκάστην» και τέζα το κόμμα. Κι οι άνθρωποί του αντί να το πάνε νοσοκομείο, άρχισαν να πλακώνονται χοντρά για τις αρχηγίες και τ’ άφησαν χαμαί να αποθάνει τελείως.

Τέτοια είναι η γη κι ο κόσμος μυστήριος…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου