ΤΟΠΙΚΑ

Επετειακή συνείδηση

επετειακή-συνείδηση-638437

Ηταν πλέον ή βέβαιο ότι και φέτος, καθώς πλησίαζε η 28η Οκτωβρίου, θα αναθερμαίνονταν οι συζητήσεις για το αναγκαίο ή μη των μαθητικών παρελάσεων (υποθέτω ότι εκ προοιμίου και προς το παρόν δεν τίθεται θέμα σκοπιμότητας ή κόστους των στρατιωτικών παρελάσεων).

Και κάθε φορά, καθώς το πλαίσιο προσδιορίζεται από τα τηλεοπτικά μέσα, η συζήτηση χάνεται σε δαιδάλους που συνδέουν το σημερινό αίσθημα πατριωτισμού με αρχαίους παιάνες, με χλαμύδες και Θερμοπύλες και αγνοούν την σημερινή «κοσμικότητα» του γεγονότος σε συνδυασμό με το τσιπουράδικο ή την καφετέρια που ακολουθεί την «απότιση φόρου τιμής στους πεσόντες».

Αν γράφω αυτές τις γραμμές, είναι διότι θεωρώ ότι κάθε σύγχρονος έντιμος πολίτης δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την παραδοχή ότι ο καθείς δικαιούται να έχει την δική του άποψη και θέση για το πώς πρέπει να τιμώνται οι εθνικές επέτειοι και ότι δεν μπορεί να υπάρχει μία και μοναδική παραδοχή για το πώς καθένας αντιλαμβάνεται μια επέτειο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που γίνεται παραδεκτό ότι σε μια δημοκρατία ψηφίζουμε για διαφορετικά πράγματα και έχουμε διαφορετική εκτίμηση για το πώς πρέπει να κατευθυνόμαστε προς το μέλλον. Αρκεί η άποψη αυτή να έχει ουσία και να μην αποτελεί ευτελή συναγωνισμό του τύπου «εγώ είμαι καλύτερος πατριώτης από σένα».

Εγώ για παράδειγμα έχω την δική μου. Που συνοψίζεται σε δύο κριτήρια: (α) στον εορτασμό μιας επετείου είναι δυνατό να οργανώνονται πολλά παράλληλα γεγονότα, που επιτρέπουν στον καθένα να συμμετέχει με ειλικρίνεια και στον βαθμό που το επιθυμεί σε εκείνη την εκδήλωση που τον εκφράζει καλύτερα, χωρίς να παρενοχλεί τις εκδηλώσεις που δεν τον εκφράζουν, (β) κάθε εκδήλωση οφείλει να γίνεται με την δέουσα σοβαρότητα, όπως είναι και λογικό να μην δημιουργούνται εκδηλώσεις με ανταγωνιστικό πνεύμα.

Στην διαμόρφωση αυτής της αντίληψης με έχουν βοηθήσει δύο εμπειρίες: οι γιορτές τη εθνικής αρετής των Ελλήνων επί χούντας και οι παρελάσεις των προτεσταντών της Βόρειας Ιρλανδίας στις 12 Ιουλίου.

Στην πρώτη περίπτωση κανένα από τα δύο κριτήρια δεν ίσχυε. Κατά πρώτο οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι (επί ποινή αποβολής) να συμμετάσχουν ως ακροατές στις εκδηλώσεις που γινόντουσαν με πομπές και παράτες – αν δεν είχαν δεσμευτεί ως κομπάρσοι να αναπαραστήσουν την ιστορική εξέλιξη των Ελλήνων ντυμένοι με χαρτονένιες πανοπλίες και σκουπόξυλα-ακόντια. Το αποτέλεσμα ήταν γνωστό: μετά από πολύωρη βαρεμάρα, αναζητούσες ήδη από την επόμενη ώρα τρόπους να αποφύγεις την επέτειο της επόμενης χρονιάς. Όπως βεβαίως καταλάβατε ή θυμάστε, η σοβαρότης απουσίαζε. Ενθυμούμαι ακόμη και σήμερα την γελοιότητα της αναπαράστασης του χορού του Ζαλόγγου που γινόταν με φόντο τους στρατιώτες μεταμφιεσμένους σε Σπαρτιάτες, βυζαντινούς αυλικούς και φαντάρους του έπους του ’40: οι Ελληνοπούλες χωρίς την προφανή απειλή Τούρκων ενόπλων, πηδούσαν στα σωθικά άρματος μεταμφιεσμένου σε βράχο υπό το φώς των προβολέων του εθνικού σταδίου (κάθε πόλη και στάδιο…) και το σύννεφο σκόνης που ανέθρωσκε – υποθέτω από τα στρώματα που αποτρέπαν τα ατυχήματα – δεν προσέθετε κύρος στην σκηνοθεσία παρά ιλαρότητα στο κοινό.

Στην Βόρεια Ιρλανδία αντίστοιχα, οι παρελάσεις αναπαριστούσαν πολεμικό κλίμα, δημιουργούσαν κλίμα εμφυλίου, στόχευαν εμπράκτως στον εκφοβισμό του αντιπάλου με διέλευση μέσα από καθολικές συνοικίες – των οποίων αντίστοιχα οι κάτοικοι διόλου δεν δίσταζαν να αμυνθούν με εκσφενδονισμό τούβλων που σωρεύονταν την προηγουμένη και ενίοτε με αληθινά πυρά, στο τέλος τέλος όμως εξαντλιόντουσαν μέσα στην κατανάλωση τεραστίων ποσοτήτων μπύρας που έπνιγε όλη την αδρεναλίνη που η προσομοίωση του πολέμου προκάλεσε και προκαλούσε και μερικά θερμά επεισόδια σε όμορες γειτονιές αντιφρονούντων.

Ξέρω ότι ίσως εξάψω ορισμένα πνεύματα με τις τοποθετήσεις μου αυτές.
Αν βεβαίως είχα εγώ την επιλογή δεν θα οργάνωνα τίποτε από τις πολυέξοδες παρελάσεις που κατά την άποψή μου πέρα από τις τρομερές δαπάνες, ούτε εξάπτουν το ήθος ούτε το εθνικό μένος – πράγμα άχρηστο. Θα επέτρεπα την ελεύθερη είσοδο στα στρατόπεδα και τα πολεμικά αεροδρόμια της χώρας για να δουν οι πολίτες πώς οργανώνεται η εθνική άμυνα και το πώς υπεράσπιση της χώρας δεν είναι κάτι θεωρητικό ούτε κάτι ερασιτεχνικό. Θα επέτρεπα στα σχολεία να οργανώσουν την δική τους προσέγγιση σε κάθε επέτειο και αν ρωτούσαν την άποψή μου για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου θα συνιστούσα να καλέσουν τους Ιταλούς και Γερμανούς συμπολίτες μας που ζουν πια ανάμεσά μας (σκέψου ότι αυτή τη στιγμή οι δικοί μας είναι στην Πεσκάρα!) και να ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους για να γίνει κατανοητό πώς κατορθώσαμε σ’ αυτή την ενωμένη Ευρώπη να ξεφύγουμε πια από τον κίνδυνο επιβολής ολοκληρωτικών και αναχρονιστικών ιδεών και το πώς, πενήντα σχεδόν χρόνια μετά τον πόλεμο, την επέτειο του οποίου γιορτάζουμε, είναι δυνατό να συμφωνήσουμε από όλες τις πλευρές ότι ο ηρωισμός των Ελλήνων εκείνης της εποχής ωφέλησε όχι μόνο στενά το ελληνικό πατριωτικό αίσθημα, αλλά υπηρέτησε κάτι πολύ οικονομικότερο, την δημοκρατία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Έστω και αν το καθεστώς που ανέλαβε τότε την ευθύνη του ΟΧΙ ήταν ανελεύθερο.
Και πολύ περισσότερο θα έδειχνα στις νεότερες γενιές ότι το πατριωτικό μας κύρος αναδεικνύεται καλύτερα στο σύγχρονο κόσμο όχι με το να κάνουμε ανούσια μνημόσυνα που τα παρατηρούμε και καταλαβαίνουμε μόνο εμείς οι Έλληνες, αλλά συνεισφέροντας με την δουλειά μας, τις σπουδές μας, την ισότιμη συμμετοχή μας σε διεθνείς θεσμούς, αποδεικνύοντας ότι οι σύγχρονοι Έλληνες μπορούν να δημιουργούν το ίδιο καλά αν όχι καλύτερα σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο λαό, και ότι μπορούμε να αναλάβουμε με ευθύνη οποιαδήποτε σύγχρονη πρόκληση, όχι πολεμική, αλλά στο χώρο της επιστήμης, της κοινωνικής οργάνωσης, των παραγωγικών ιδεών.
Γιατί το μέλλον χτίζεται με αλήθειες και με την παραδοχή ότι, ό,τι έγινε το ’40 δεν πρέπει και δεν μπορεί να ξαναγίνει σήμερα, και ότι όποιος θα επιθυμούσε να ζήσει τέτοιες στιγμές πολέμου και φρίκης για να βιώσει τον ηρωισμό εκείνης της εποχής, μάλλον έχει χρεία θεραπείας.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου