ΤΟΠΙΚΑ

Κραυγές και σιωπή

κραυγές-και-σιωπή-851206

Το νοσοκομείο ήταν κάπως σαν φυλακή, μονάχα πως ήταν πιο μεγάλο και δεν υπήρχαν φυλακισμένοι αλλά άρρωστοι ο ένας πάνω στον άλλο. Μα η σιωπή ήταν εκεί. Έξω απ’ τα σκουριασμένα παράθυρα, πάνω στους άβαφους τοίχους, κάτω απ’ τις βρώμικες κουβέρτες κι ύστερα πάλι έξω από το θάλαμο, μεγαλύτερη, σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι σε φυλακή σε ώρα σιωπητηρίου, σέρνοντας τα βήματά της στα φυματικά πλακάκια, γλιστρώντας πάνω στις σόλες των λαστιχένιων της παπουτσιών κι όταν αυτός έκλεινε τα μάτια, εκείνη άρχιζε να ουρλιάζει δίχως να υπάρχει κανένας λόγος να την προκαλέσει, ένα ξαφνικό μανιασμένο ουρλιαχτό σα να ηχούσαν όλες μαζί οι σάλπιγγες της Ιεριχούς, σα να έβγαινε από μέσα του, σα να την είχε προκαλέσει ο ίδιος.
Και άλλες δυο φορές στο διάστημα της νύχτας -και καθώς έμενε ξαπλωμένος στήνοντας το αυτί μέσα στο σκοτάδι, μετακινώντας τα χέρια του κάθε τόσο, όταν εκείνο το μέρος που ήταν πριν ζεσταινόταν υπερβολικά και άρχιζε να ιδρώνει- πάλι αυτό το ξαφνικό και ανεξήγητο ουρλιαχτό που ίσως ερχόταν απ’ το διάδρομο μαζί με την οσμή της γλίτσας και της δροτσίλας, ίσως όμως έβγαινε κι από μέσα του. Ύστερα αυτός ο ήχος άρχιζε να καταλαγιάζει, σαν τον αέρα που περνάει μέσα από ένα φαράγγι κι οσμίζεται την ανοιχτωσιά του κάμπου. Ήταν πάνω στα τύμπανα των αυτιών του και πάνω στους μυώνες του πιο πολύ από ένα ουρλιαχτό, ήταν μία ανύψωση ολόκληρου του κορμιού του πάνω από το κεφάλι του, κι ύστερα ένα κατακάθισμα αρχικά στο προηγούμενο επίπεδο, όταν άρχιζε το ουρλιαχτό, και έπειτα σε πιο χαμηλό, σε χαμηλότερο, σε ακόμη χαμηλότερο από εκείνο του μικρού θανάτου που ονομάζουμε ύπνο, χαμηλότερο ακόμα κι από τη λαστιχένια σόλα των παπουτσιών της σιωπής, που όταν της ανάσας του ο ρυθμός έπεφτε τόσο χαμηλά, τότε εκείνη απλωνόταν τρίζοντας, κυριαρχούσε το χώρο, γέμιζε ολόκληρο τον παγωμένο θάλαμο και ξέσπαγε ζητώντας βοήθεια με το στόμα μίας γριάς σε πανάθλια κατάσταση που άρχιζε να ρεκάζει στο διπλανό κρεβάτι για να σταματήσει τόσο ξαφνικά, όσο άρχισε.
Η νοσοκόμα όλη την προηγούμενη νύχτα βγήκε δύο φορές από το θάλαμο και ξαναμπήκε αλλόκοτη, σαν άσπρη ορχιδέα που τη χτυπάει ο άνεμος. Ύστερα άρχισε πάλι ο ψίθυρος ξερά και σταθερά μέσα στο στήθος του και έξω στο διάδρομο κι αυτός πάνω απ’ την ξινισμένη μυρουδιά του θαλάμου μάντεψε την ξινισμένη οσμή της θάλασσας έξω από το παράθυρο κι εμπρός από τα μάτια του πέρασαν τα νερά της, που τώρα ήταν κατάμαυρα, κι άκουσε το ελαφρύ φουρφούρισμα του κύματος που σκάει στην ακρογιαλιά κι ύστερα αποτραβιέται, αν κι η απόσταση δεν δικαιολογούσε κάτι τέτοιο, κι ακόμα άκουσε τα ψαράκια να ανεβοκατεβαίνουν ανάμεσα στα σκουπίδια που επέπλεαν κι ύστερα πάλι το κύμα με εκείνη τη συμφυή, ανεξάντλητη ιδιότητα ανανέωσης της κίνησης και του ήχου κι ύστερα, επιτέλους, δίχως να αντιληφθεί, πήρε την ανέκαθεν στάση όλων των κακομοίρηδων που πεθαίνουν μέσα στη βρώμα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου