ΤΟΠΙΚΑ

Το νερό

το-νερό-851206

Ο μεγάλος ήλιος του Αυγούστου ανέβαινε από τις έξι στον ορίζοντα και φλόγιζε τον κάμπο, μισοξαπλώνοντας τις διψασμένες βαμπακιές κάτω απ’ τον πύρινο ουρανό. Από το τελευταίο πότισμα είχε περάσει καιρός και τώρα το πράσινο σεντόνι πήρε να κιτρινίζει και να θροΐζει φριχτά με τ’ αλαφρότερο πνόισμα μέσα στην πυροζάλη.
Άλλες χρονιές τέτοια εποχή η Μαρία ήταν πιο πολύ παρά ποτέ πολυάσχολη. Σηκωνόταν, μαγείρευε το φαΐ απ’ τις τέσσερις το πρωί και τράβαγε να ποτίσει το χωράφι. Το νερό κανονιζόταν από την προηγούμενη μέρα. Τώρα όμως ήταν απελπισμένη. Νερό δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Το αυλάκι ήταν άδειο. Καθότανε στην άκρη του με την έμμονη ιδέα ότι τάχα από στιγμή σε στιγμή έρχεται το νερό και κάτι την έπιανε και την έσφιγγε στο στήθος σάμπως για να τη φάει. Γύρω τριγύρω της αναφαινόταν η φρυγμένη γη, οι μισόξερες βαμπακιές που ανάμεσά τους σάλευαν ξερόχορτα, η κάψα που τρεμόπαιζε πάνω απ’ τον κάμπο.
Κι ακριβώς τη στιγμή που έριχνε τη ματιά της η Μαρία πάνω απ’ τον κάμπο, πέρασε από το δρόμο ο Θανάσης, σηκώνοντας ο απαίσιος επίτηδες με τα πόδια του μικρά συννεφάκια σκόνης. “Λοιπόν, ξαδέρφη” είπε ο Θανάσης “αλήθεια είναι πως περιμένεις να ποτίσεις; Είναι η σειρά σου, λέει. Μου το ’παν στην πλατεία. Αμ’ για να ποτίσεις εσύ, δεν πρέπει να ποτίσει κανένας άλλος απ’ όσους έχουν σήμερα σειρά!” και δείχνοντας ολόγυρα με μια κίνηση τις γκρίζες σιλουέτες που περίμεναν όρθιες στην άκρια απ’ το χωράφι τους να έρθει το νερό γέλασε δυνατά. Το κορίτσι όμως δυσαρεστήθηκε: “Δε με παρατάς καλύτερα! Δε θέλω εγώ παιχνίδια με τους άντρες!”. Ο Θανάσης αναγάλλιασε ακόμα περισσότερο και γυρίζοντας στη Μαρία που κάθονταν στην άκρη του στεγνού αυλακιού σοβαρή και χλωμή έκανε ανέμελα: “Θέλεις να ανακατευτώ εγώ; Στοιχηματίζω πως μπορώ να τα καταφέρω κι οι άλλοι να κάνουν τόπο σήμερα για σένα! Στοίχημα ένα φιλάκι!”.
Η Μαρία επιδοκίμασε μ’ ένα γνέψιμο την πρόταση του Θανάση, γιατί ήξερε πόσο σκληρός ήταν στο παζάρεμα, πόσο πεισματάρης, ψεύτης, ικανός να σου παραστήσει το μαύρο γι’ άσπρο. Γι’ αυτό και τον άφησε να μπει μπροστά, παρακολουθώντας τον με το μάτι να φέρνει γύρα τα χωράφια και να μιλάει με τους χωριάτες που περίμεναν το νερό.
Κατά το μεσημέρι το άδειο αυλάκι γέμισε. Η Μαρία έβαλε το μοτέρ μπροστά. Ο Θανάσης γύρισε μέσα στα γέλια, θριαμβολογώντας μ’ ένα σωρό βρωμόλογα, κάνοντας πρόστυχα χωρατά, ζητώντας ο απαίσιος το φιλάκι που το κέρδισε με τον κόπο του, δηλώνοντας ότι είναι πρόθυμος να το ξανακάνει για το χατίρι της αρκεί να του σταθεί…
Θύμωσε η Μαρία: “Τι λες βρε θεοσκοτωμένε; Αν ήταν αλλιώς, μα το Χριστό, θα σου ’σπαζα τα μούτρα!”.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου