ΤΟΠΙΚΑ

Μια άσκοπα χαμένη νύχτα

μια-άσκοπα-χαμένη-νύχτα-851206

Η γυναίκα μου είχε φύγει να πάει στο παιδί που σπουδάζει, όταν εγώ ύστερα από μια άσκοπα χαμένη νύχτα γύρισα. Τα δάχτυλά μου ήταν ιδρωμένα, το στομάχι μου είχε τα χάλια του, τα χέρια μου έτρεμαν και παραπατούσα. Μετά απ’ αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο που χρειάστηκε ένα τέταρτο να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά.
Το σπίτι ήταν θεόκλειστο κι έκανε ζέστη. Άνοιξα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες. Αν ήταν εδώ η γυναίκα μου θα μ’ είχε πάρει από τα μούτρα: Πού γύριζες τέτοια ώρα; Βάλθηκες να ξοδέψεις όλο σου το μισθό στα μπαρ; Ανεπρόκοπε, αλήτη, μπερμπάντη! Έτσι χωρίς εισαγωγές και δίχως επιλόγους. Όχι ότι θα με πείραζε καθόλου, αλλά σε τούτη την περίσταση είχα άλλα να σκεφτώ. Για την ακρίβεια μέσα στο μυαλό μου βούιζε μια σκέψη μόνο. Τι θα γίνει αύριο στη δουλειά. Όταν σκέφτομαι το αύριο, βλαστημάω το σήμερα. Πρώτη φορά αντιμετώπιζα μια τέτοια κατάσταση. Για πρώτη φορά φοβόμουν κι έτρεμα για τη θέση μου, για το μισθό μου. Και γιατί όχι; Στο κάτω κάτω οι τράπεζες δεν περιμένουν εσένα να βρεις λεφτά. Απαιτούν την πληρωμή τους και που να πάρει ο διάβολος ο δόσεις είναι πολλές. Μαζεύονται μια από δω μια από κει και στο τέλος του μήνα τα χρέη πάνε να με πνίξουν. Κι ύστερα τι λεφτά θα ’στελνα στο παιδί;
Τέλος πάντων, πάλι καλά που δεν είναι εδώ η γυναίκα μου, δεν έχω καμιά όρεξη για γκρίνια. Αύριο έχω να αντιμετωπίσω την απόλυση. Κι αν δεν είμαι εγώ, θα ’ναι ο διπλανός μου. Πώς να τους εξηγήσω ότι έχω ανάγκη τη δουλειά; Αν τους έλεγα ότι είμαι χρεωμένος, θα έσκαγαν στα γέλια και θα με πέρναγαν για ηλίθιο. Ξέρεις εσύ, θα μου ’λεγαν, κανέναν εργάτη που να μην είναι χρεωμένος;
Αλλά έτσι κι αλλιώς αυτοί δεν καταλαβαίνουν και βάζουν τα κέρδη της επιχείρησης πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους, οπότε ό,τι και να τους πω είναι άχρηστο. Όμως εγώ χρειάζομαι λεφτά, πρέπει να πληρώσω, οι δόσεις τρέχουν, το παιδί φωνάζει. Κι από πάνω αγοράσαμε καινούρια τηλεόραση κι ένα πλυντήριο ρούχων. Χίλια διακόσια ευρώ μας κόστισε ετούτο το καπρίτσιο. Εκατό το μήνα. Θα ’πρεπε να ’μουν τρελός όταν υπέγραφα στον Κωτσόβολο. Βλαστήμησα τη γυναίκα μου που με τη φλυαρία της μ’ έπεισε για την αγορά. Και την ξαναβλαστήμησα για τα μούτρα που θα έκανε, αν έμενα άνεργος. Δεν έχω γίνει ακόμα τόσο χοντρόπετσος, που να αφήνω να μου έχουν τέτοιο ύφος. Λέω να την πάρω τώρα ένα τηλέφωνο και της πω πώς έχει η κατάσταση.
Όμως όχι. Είναι αδύνατον να της πω την αλήθεια, γιατί η αλήθεια είναι τόσο απλή κι ανείπωτη, που ένας άντρας δεν μπορεί να τη σηκώσει και πάει και μεθοκοπάει όλη νύχτα. Πόσο μάλλον μία γυναίκα…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου