ΤΟΠΙΚΑ

Ο πατέρας

ο-πατέρας-851206

Ο ήλιος βαράει μέσα στη σιγαλιά κι απ’ του νησιού τις πέτρες στον ουρανό ανεβαίνει ένας υγρός πέπλος. Ένα μονάχα αστέρι αρμενίζει πάνω απ’ τα λίγα νέφη, που άρχισαν κιόλας να βάφονται απ’ τη φωτιά της πρώτης πρώτης ακτίνας. Από ένα μικρό σπίτι κατάφατσα στη θάλασσα βγαίνει να υποδεχτεί το πρωινό ο Νικόλας, ένα κοντό ανθρωπάκι, κατάμαυρο σα σκαθάρι, με μακριά όλο ρόζους χέρια και πρόσωπο τσαλακωμένο απ’ την αρμύρα.
Στέκεται μπρος στη θάλασσα με σηκωμένο μέτωπο και γύρω του όσο πάει όλο και μεγαλώνει, όλο και παίζει πιο χαρούμενα η μέρα, όλο και φέγγουν τα μουντά νερά κι εκεί, μπροστά του και λίγο πιο δεξιά, ένα σωρό πουλιά σηκώνονται πάνω απ’ τον καλαμιώνα. Η θάλασσα είναι ήσυχη σαν το κρασί στην κούπα. Ο Νικόλας πιάνει, τραβάει το σκοινί, φέρνει κοντά τη βάρκα του. Το αθόρυβο σκαρί υπακούει στον αφέντη του κι έρχεται αργά γλιστρώντας. Στην πλώρη σα να κάθονται δυο αγόρια ηλιοκαμένα. Γελούν και τ’ άσπρα δόντια τους και τα σγουρά μαλλιά τους κι η μύτη και τα μάτια τους είν’ ίδια του Νικόλα. Γελάει κι αυτός κάτω από τα μουστάκια του και μέσα απ’ το παιζόγελο βγαίνει μια περηφάνια.
Μπαίνει μες στο νερό ως τα γόνατα και το κύμα έρχεται απαλά και του φιλάει τα πόδια. Με τις σκληρές παλάμες του χαϊδεύει, πασπατεύει τη μάσκα με τα μεγάλα γράμματα «ΚΩΣΤΑΚΗΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ», τ’ όνομα των παιδιών του, το όνομα της βάρκας του, τ’ όνομα της ζωής του. Διαβάζει δυνατά, συλλαβιστά, και με φωνή όλο γρέζια και είναι σα να ακούγεται μέσα στην ησυχία μία παλιά, παμπάλαια χάλκινη τρομπέτα. Μονολογεί: «Αν με ρωτούσε κάποιος να πω, ποιο είναι το πιο μεγάλο πράμα που έκανα στη ζωή μου, εγώ δε θα του έλεγα παρά για τα παιδιά μου, με το νι και με το σίγμα. Τ’ ανάστησα με το αίμα μου και με ποτάμια ιδρώτα, τους έκανα να ’ναι άντρες ζόρικοι, με τη μεριά του δίκιου, να μην καταδεχτούν ποτέ τους ν’ αδικήσουν και να ’ναι πάντα στο πλευρό εκείνων που αδικούνται».
Ο κυρ Νικόλας σταματάει απότομα. Με βλέπει και είναι σα να ντρέπεται λιγάκι. «Όπου γης, πατρίς», κάνει ακατανόητα και προσθέτει, δείχνοντας προς τη βάρκα: «Τ’ όνομα από τ’ αγόρια μου. Όχι για να το παινευτώ, αλλά, μα την αλήθεια, άντρες αληθινοί».
Είναι η στιγμή που ο ήλιος βγαίνει στον ουρανό σαν πύρινο λουλούδι…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου