ΤΟΠΙΚΑ

Ο άλλος Νίκος

ο-άλλος-νίκος-851206

Η νύχτα ήταν θερμή και υγρή. Στον ουρανό έφεγγε λεπτό και καθαρό ένα μισοφέγγαρο κι ένας ζεστός αέρας, που λες κινούσε από τα μέρη του, φυσούσε ανακατεύοντας τα φύλλα των δέντρων που θρόιζαν ακατάπαυτα.
Ήταν αργά κι είχαν απομείνει μόνοι στο μαγαζί αυτός κι η σερβιτόρα. Οτιδήποτε διαφορετικό από το να πίνει ήταν πιο κουραστικό και πιο εκνευριστικό. Η σερβιτόρα στέκονταν στην άκρη του πάγκου σα μαρμαρωμένη κι ο Νίκος κοιτάζοντάς την μέσα στο μισοσκόταδο σκέφτηκε ότι είναι παράξενη κι ότι έχει μια πικρία για όλους και για όλα. Πως είναι άυλη. Πως έχει ξεκόψει απ’ τους ανθρώπους.
«Δεν παν καλά τα πράγματα, δεν είναι;», ζήτησε να μάθει.
«Ναι», είπε η σερβιτόρα γρήγορα. «Όχι όμως τόσο άσχημα, όσο φαίνονται».
Ο Νίκος προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Το παιχνίδι αυτό ήταν απρόσμενο, ωστόσο οι πρώτες του κινήσεις είχαν ήδη παιχτεί. «Κατάλαβα. Είναι πιο άσχημα από όσο είχα υποθέσει». «Πώς μπορείς να ξέρεις; Ερωτεύτηκες ποτέ σου;» έκανε η σερβιτόρα.
Ο Νίκος ένιωσε το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι να κοκκινίζει. «Φυσικά» απάντησε, μόνο που δεν ήταν καθόλου σίγουρος τι πάει να πει Έρωτας. Φανταζόταν πως ήταν ένα συναίσθημα που είχε νιώσει έφηβος για ένα κορίτσι και που όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο κι αυτό μεγάλωνε μαζί του, έχοντας επιπλέον την ιδιότητα να μην περιγράφεται με λόγια, να είναι ένα άρρητο μυστικό που μόνο αυτός καταλάβαινε τη σημασία του. Καθώς η σκέψη αυτή πέρασε απ’ το μυαλό του χαμογέλασε κι η σερβιτόρα ρώτησε: «Γιατί χαμογελάς;». «Σκεφτόμουν ότι η ώρα πήγε τέσσερις και θα ’πρεπε να βρίσκομαι από τις έντεκα στο στρατόπεδο». Η σερβιτόρα χαμογέλασε κι αυτή και μάζεψε τα ποτήρια…
Όταν ο Νίκος μπήκε στο θάλαμο ο άλλος Νίκος στο διπλανό κρεβάτι ήταν μισοκαθισμένος.
«Πέρασες καλά;», ρώτησε.
«Τι θες να πεις;». Ο Νίκος ήταν έτοιμος για καβγά.
«Ξέρεις τι εννοώ. Με τη σερβιτόρα. Σας είδα από νωρίς. Είναι όμορφη, δεν είναι;»
«Ναι, είναι». Ο Νίκος έβγαλε τα ρούχα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ξαφνικά ήταν εξαντλημένος.
«Όταν θα έχεις έξοδο να ξαναπάς. Είναι απίθανη στο κρεβάτι».
«Βούλωστο!», μούγκρισε ο Νίκος.
«Θα δεις. Αυτό σου λέω μονάχα. Θα δεις και μόνος σου», χαμογέλασε ηλίθια ο άλλος Νίκος μέσα στο σκοτάδι.
Ο Νίκος τον έβρισε και ύστερα έκλεισε τα μάτια. Όσο του μίλαγε ο άλλος Νίκος είχε μια αίσθηση σα να του μίλαγε ο άλλος του εαυτός. Πέρασε πολλή ώρα για να τον πάρει ο ύπνος…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου